Τη φετινή χρονιά το φοιτητικό κίνημα βγήκε πάλι στο προσκήνιο, με τους Φοιτητικούς Συλλόγους να ενεργοποιούνται με μαζικότατες Γενικές Συνελεύσεις, αποφασίζοντας καταλήψεις σε πάνω από 150 σχολές πανελλαδικά, ενώ είδαμε τις μαζικότερες φοιτητικές και πανεκπαιδευτικές πορείες των τελευταίων πολλών ετών, με δεκάδες χιλιάδες να κατεβαίνουν στο δρόμο. Ξέσπασε ένα κίνημα που θα ανατροφοδοτήσει με μια νέα γενιά αγωνιστριών, τους Συλλόγους και τις δυνάμεις που παρεμβαίνουν σε αυτούς, που θα ανατροφοδοτήσει θετικά τους αγώνες της επόμενης περιόδου.
Ο αγώνας των φοιτητ(ρι)ών βρήκε στο πλάι του την πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία, ακριβώς επειδή είναι ένας αγώνας που αφορά συνολικά τη νεολαία, την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ένας αγώνας για δημόσια δωρεάν εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς και ταξικούς φραγμούς, χωρίς δίδακτρα και με αξιοπρεπείς δωρεάν παροχές. Ένας αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση ακόμα ενός δημόσιου αγαθού, ενάντια στην επιχειρηματικοποίηση των πανεπιστημίων και την προσαρμογή των γνωστικών αντικειμένων στις ανάγκες της αγοράς, ενάντια στη λειτουργία των σχολών με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Ένας αγώνας κόντρα στον κατακερματισμό των πτυχίων και των αποφοίτων, που διεκδικεί αξιοπρεπή εργασιακή προοπτική για τους αποφοίτους των σχολών -αλλά και συνολικά για όλη τη νεολαία, φοιτητική και μη. Ένας αγώνας ενάντια στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, που όμως έχει αιτήματα και διεκδικήσεις που το κάνουν να στοχεύει μακριά.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσπάθησε να αξιοποιήσει κάθε μηχανισμό που έχει στη φαρέτρα της για να αποπροσανατολίσει, να συκοφαντήσει και να τρομοκρατήσει τη φοιτητική νεολαία που μπαίνει σφήνα στην υλοποίηση της πολιτικής του κεφαλαίου: Από τις καθεστωτικές παρατάξεις που ηττήθηκαν στις Γενικές Συνελεύσεις μέχρι τη συκοφάντηση των καταλήψεων στα δελτία ειδήσεων· από την αξιοποίηση των τηλε-εξετάσεων για την παράκαμψη των καταλήψεων μέχρι την εκδικητική απόλυση εργαζόμενου που στάθηκε στο πλάι του αγώνα των Φ.Σ.· από τις απειλές για εισαγγελική παρέμβαση μέχρι τις πολλαπλές επιθέσεις της αστυνομίας στο άσυλο με τη συναίνεση ή ακόμα και πρωτοβουλία των Διοικήσεων, που αποκρούστηκαν από τους φοιτητές/ριες (ΕΜΠ, ΔΠΘ, ΑΠΘ).
Παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες κυβέρνησης και κράτους το φοιτητικό κίνημα που ξέσπασε ήρθε να ξεπεράσει σε μαζικότητα, μαχητικότητα και έκταση ολα τα πρόσφατα κινήματα που είχαν ως πρωταγωνιστή την φοιτητική νεολαία. Ήρθε, λοιπόν, να διαψεύσει εμφατικά την ηττοπάθεια που υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια στους κόλπους πολλών οργανωμένων δυνάμεων του φοιτητικού κινήματος, που έδειχναν φοβικότητα σε αγώνες με μεγαλύτερη ένταση και βάθος. Αποδεικνύεται ότι οι μειωμένες προσδοκίες που είχαν ορισμένες αγωνιστικές δυνάμεις στο παρελθόν ήταν ουσιαστικά ο τρόπος τους να στραγγαλίζουν την αυτενέργεια και να ελέγχουν την κατεύθυνση του κινήματος, και σε καμία περίπτωση δεν βασιζόταν σε μια αντικειμενική συνθήκη για το φοιτητικό σώμα.
Οι Φοιτητικοί Σύλλογοι ενεργοποιήθηκαν πανελλαδικά και κινήθηκαν σε μαχητική κατεύθυνση με καταλήψεις διαρκείας, διαδηλώσεις και συγκρούσεις. Οι Γενικές Συνελεύσεις αποτέλεσαν για ακόμα μια φορά το βασικό μέσο οργάνωσης του κινήματος, επιβεβαιώνοντας τους λόγους για τους οποίους τις θεωρούμε το ανώτατο αποφασιστικό όργανο των Συλλόγων. Οι Συντονιστικές Επιτροπές Κατάληψης συνέβαλαν σε ένα βαθμό στο ζωντάνεμα των καταλήψεων και στο πέρασμα του αγώνα ακόμα περισσότερο στα χέρια των φοιτητ(ρι)ών, στόχοι που ωστόσο δεν επιτεύχθηκαν στο βαθμό που θα έπρεπε. Οι ευθύνες πολιτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα της ΚΝΕ και όσων την ακολουθούν είναι μεγάλες για των εκφυλισμό των Συντονιστικών Επιτροπών και τη λειτουργία τους στα πρότυπα των ΔΣ σε αρκετές περιπτώσεις, ενώ χαρακτηριστικά στις σχολές που κυριαρχούν αυτές οι δυνάμεις οι Συντονιστικές Επιτροπές δεν συστήθηκαν καν. Σε περιόδους κινήματος, ειδικά, είναι σημαντικό να υπάρχουν εκείνες οι δομές που το αυθόρμητο θα επικοινωνεί με το συνειδητό, δομές που θα συμβάλλουν στην αυτοοργάνωση του αγώνα. Ταυτόχρονα χρειάζονται και δομές που θα δίνουν κεντρική έκφραση και κατεύθυνση στο κίνημα, με τρόπο όμως που θα δίνεται ανατροφοδότηση από κάτω προς τα πάνω και το αντίστροφο. Τα Συντονιστικά Γενικών Συνελεύσεων και Καταλήψεων συνέβαλαν στο να αποκτήσει το φοιτητικό κίνημα μια -όσο το δυνατόν- ενιαία έκφραση, ωστόσο δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι όροι με τους οποίους διεξήχθησαν είχαν να κάνουν περισσότερο με μικροπολιτική παρά με μια κουβέντα για το πώς το φοιτητικό κίνημα θα πάει μέχρι τέλους και θα νικήσει.
Ο αγώνας των φοιτη(τρ)ιών έγινε πανεκπαιδευτικός και τα αιτήματά του αγκαλιάστηκαν από την κοινωνία, ενώ ήταν στοίχημα να έχουμε στο πλευρό μας την εργατική τάξη και το λαό. Η συνάντηση του φοιτητικού με το εργατικό κίνημα στο δρόμο δεν έγινε στο βαθμό που ήταν αναγκαίο, με ευθύνες δυνάμεων τόσο στο φοιτητικό όσο και στο εργατικό. Από τη μια η στάση του ΚΚΕ/ΠΑΜΕ, που έβαζε συχνά τις κλαδικές απεργίες διαφορετική μέρα από την πορεία της Πέμπτης και δεν πίεσε για απεργία νωρίτερα από τις 28/2, και από την άλλη η αντίληψη δυνάμεων που βλέπουν το φοιτητικό κίνημα αποκομμένο από τα υπόλοιπα, έβαλαν εμπόδια στις προσπάθειες για περαιτέρω σύνδεση με το εργατικό, για παράδειγμα στη συμμετοχή στις απογευματινές πορείες με τα σωματεία. Για εμάς, ο ιστορικός ρόλος του φοιτητικού κινήματος είναι αυτός του πυροδότη ευρύτερων κοινωνικών αντιδράσεων και διεργασιών, και για να το πετύχει αυτό πρέπει να συνδέεται οργανικά με τα υπόλοιπα κοινωνικά και ταξικά κινήματα αγκαλιάζοντας τις διεκδικήσεις τους και συναντώντας τα στο δρόμο. Η κατάληψη της Πρυτανείας του ΕΚΠΑ ήταν άλλη μια εξωστρεφής κίνηση στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης του αγώνα με αναβαθμισμένα μέσα πάλης. Με τη μετατροπή της κατάληψης σε κέντρο αγώνα επιδιώχθηκε το άνοιγμα του αγώνα του φοιτητικού κινήματος σε όλη την κοινωνία, έγινε προσπάθεια να αποτελέσει σημείο συνάντησης φοιτητ(ρι)ών, εργαζομένων και κάθε πληττόμενου κομματιού της κοινωνίας.
Αυτός ο κύκλος της αντιπαράθεσης μπορεί να έκλεισε, όμως ο αγώνας που ξεκίνησε θα κρατήσει καιρό. Σε αυτό το διάστημα το κίνημα δημιούργησε ρωγμές στην υλοποίηση της αστικής πολιτικής για την εκπαίδευση, και έχει δημιουργήσει ήδη τις προϋποθέσεις για την ανατροπή και αυτού του νόμου μέσα από το κίνημα που ξέσπασε. Το κίνημα ανάγκασε την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια μικρή αλλά όχι ασήμαντη αναδίπλωση και να καθυστερήσει την ψήφιση του νόμου, και αντί να το ψηφίσει τον Γενάρη έφτασε Μάρτης για να τον ψηφίσει. Υπό την πίεση του φοιτητικού κινήματος ακόμα και τα αστικά κόμματα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ δεν ψήφισαν το νομοσχέδιο επί της αρχής, κόμματα που προφανώς δεν άλλαξαν σε μια μέρα άποψη για τις ιδιωτικοποιήσεις, κόμματα που εδώ και δέκα χρόνια ψηφίζουν μνημόνια, ξεπουλάνε κάθε δημόσιο αγαθό και επιτίθενται σε κάθε κατάκτηση του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, συναινώντας στην ουσία στην πολιτική που υπηρετεί και η σημερινή κυβέρνηση. Άλλωστε, το φοιτητικό κίνημα δεν υιοθέτησε τις αντιδεξιές και στείρα αντικυβερνητικές λογικές συγκεκριμένων δυνάμεων. Το φοιτητικό κίνημα έβαλε στο στόχαστρο όχι μόνο την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και όλες τις προηγούμενες που εξυπηρετούν τις αντιλαϊκές πολιτικές, συγκρούστηκε συνολικά με τις επιταγές της ΕΕ και του κεφαλαίου. Ούτε και κυριάρχησε μια λογική που είχε ως προμετωπίδα της ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, επιχείρημα σε μεγάλο βαθμό ενσωματώσιμο που δεν αγγίζει την ουσία της επίθεσης. Από την άλλη, το κίνημα και οι δυνάμεις του είναι χρήσιμο να αναδεικνύουν τις αντιφάσεις των κινήσεων και των αφηγήσεων του αντιπάλου, να αναδεικνύουν με κάθε αφορμή πως οι νόμοι ισχύουν για τις κυβερνήσεις και το κεφάλαιο μόνο όταν εξυπηρετούν τα συμφέροντα και τις στοχεύσεις τους. Εξάλλου, το φοιτητικό κίνημα υπερασπίζεται το άρθρο 16 όχι επειδή είναι ένα άρθρο του Συντάγματος, αλλά επειδή είναι άρθρο που υπάρχει στο Σύνταγμα ως αποτέλεσμα των αγώνων του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος. Το φοιτητικό κίνημα πάλεψε όχι μόνο ενάντια στο συγκεκριμένο νόμο και τα ιδιωτικά, αλλά πήγε και ένα βήμα παραπέρα, φωνάζοντας πως και το τωρινό δημόσιο πανεπιστήμιο δεν μας φτάνει.
Το φοιτητικό κίνημα εδώ και 50 χρόνια ρίχνει τον ένα νόμο μετά τον άλλον, και ειδικά τα τελευταία χρόνια έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην μη εφαρμογή της απαγόρευσης των διαδηλώσεων, στην εγκατάσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας στις σχολές, ενώ δεν άφησε ούτε τα πειθαρχικά ούτε και τις διαγραφές να υλοποιηθούν. Το κρίσιμο σε αυτή τη φάση είναι να σπάσουμε την απογοήτευση που ενδεχομένως να υπάρχει μέσα στα αμφιθέατρα, να πείσουμε πως ο αγώνας μας δεν πήγε χαμένος αφού δεν έχει φτάσει και στο τέλος του. Πρέπει το κίνημα να βρίσκεται σε επιφυλακή για να ξανακινητοποιηθεί κάθε φορά που θα έρθει η εφαρμογή του νόμου στην επικαιρότητα. Κόντρα σε λογικές δυνάμεων που πρωτοστάτησαν στο άνοιγμα των σχολών με το που ψηφίστηκε το νομοσχέδιο, επιβάλλοντας στο φοιτητικό κίνημα να “κατεβάσει ρολά” και να εξαφανιστεί από το κεντρικό πολιτικό σκηνικό, οι δικές μας δυνάμεις εξέφρασαν ξεκάθαρα πως το φοιτητικό κίνημα από τη μια δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τα ίδια μέσα πάλης σε κάθε συνθήκη, ωστόσο δεν γίνεται και να σταματήσει εντελώς να βγαίνει στο δρόμο.
Για εμάς είναι κατανοητό ότι η επίθεση της κυβέρνησης δεν έχει απλά έναν οικονομικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν στοχεύει απλά και μόνο στην ιδιωτικοποίηση ενός δημόσιου αγαθού. Η κατάργηση του ασύλου, η προσπάθεια για εγκατάσταση της ΟΠΠΙ, η επιδίωξη να μετατραπεί το κτίριο Γκίνη σε μουσείο, οι εκκενώσεις καταλήψεων, οι επιθέσεις που έχει κάνει αυτή η κυβέρνηση αλλά και όλες οι προηγούμενες, αλλά ακόμα και ο συγκεκριμένο νόμος για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αποδεικνύουν το μένος που έχει το αστικό κράτος για το οργανωμένο φοιτητικό κίνημα, τις αντιστάσεις, την πολιτικοποίηση και την ριζοσπαστικοποίηση που γεννιέται μέσα στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Κατανοώντας τον πολιτικό χαρακτήρα αυτής επίθεσης, πρέπει να θέσουμε ψηλά τον πήχη της αντιπαράθεσης και των καθηκόντων μας.
Η συμβολή των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε αυτό το κίνημα ήταν σημαντική, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά την αναγκαιότητα ύπαρξης αυτού του χώρου στα πανεπιστήμια, που θα υπάρχει και θα παρεμβαίνει με ένα στίγμα διακριτό από ρεφορμιστικές και γραφειοκρατικές λογικές. Συνεχίζουμε και επιμένουμε πως είναι αναγκαία η αυτοτελής ύπαρξη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, κόντρα σε δυνάμεις που κάνουν την ηττοπάθεια πολιτική τους γραμμή, που αναλύουν ηττοπαθώς τη συγκυρία και το συσχετισμό, αντί να παλέψουν να τον αλλάξουν. Γιατί τόσο οι δυνάμεις που ακολουθούν πιστά την ΚΝΕ, όσο και οι δυνάμεις μέσα στα ΕΑΑΚ που πλέον εκπροσωπούν ξεκάθαρα τη λογική της αριστερής διαχείρισης, εκκινούν από την ίδια αφετηρία: ότι δεν είναι πλέον αναγκαία (ή εφικτή) η αυτοτελής ύπαρξη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μέσα -αλλά και έξω- από τις σχολές.
Χρειάζεται, λοιπόν, η αριστερά που θα προσπαθεί να πετύχει τη σύνδεση των μικρών καθημερινών αγώνων με τους μεγάλους, χρειάζονται σχήματα πολιτικο-συνδικαλιστικά που θα πείθουν τον κόσμο να δράσει συλλογικά για τα ταξικά συμφέροντα και τα δικαιώματά του πολιτικοποιώντας τον, σχήματα που θα δίνουν τους σημερινούς αγώνες ανυποχώρητα αλλά θα έχουν τα μάτια στραμμένα σε έναν μεγαλύτερο ορίζοντα. Σχήματα που θα βλέπουν το φοιτητικό κίνημα ως πυροκροτητή ευρύτερων κοινωνικών αναταράξεων και διεργασιών και όχι ως εκλογική δεξαμενή, και άρα δεν θα ασχολούνται μόνο με τα ζητήματα της φοιτητικής καθημερινότητας, που θα μιλάνε για κάθε ζήτημα που αφορά την εργατική τάξη και τις/α/ους καταπιεσμένες/α/ους, το φεμινιστικό, το αντιπολεμικό, το αντιρατσιστικό, το αντιφασιστικό. Πλέον η πρότασή μας για το φοιτητικό κίνημα θα είναι πολύ πιο ξεκάθαρη σε σχέση με την περίοδο που ήμασταν εγκλωβισμένα εντός ΕΑΑΚ, όπου έπρεπε να αποδείξουμε στον κόσμο ότι εκπροσωπούμε κάτι διαφορετικό. Χρειάζεται να επιδιώκουμε την ενότητα στο κίνημα με κάθε αγωνιζόμενη δύναμη, με βάση φυσικά τα επίδικα κάθε περιόδου και τα περιθώρια που υπάρχουν για σύγκλιση. Αυτό συνέβη σε κάποιο βαθμό και στο φοιτητικό κίνημα που ξέσπασε αυτούς τους δύο μήνες, όπου η πλατιά ενότητα που επιτεύχθηκε δεν έγινε σε κενό αέρος, αλλά πάνω σε μια μαχητική τακτική, κατεύθυνση και περιεχόμενο. Αυτό βέβαια καμία σχέση δεν έχει με τα πολιτικά πλάνα που μιλάνε για μια παναριστερή ενότητα άνευ κριτηρίων και προϋποθέσεων, είτε μιλάμε για το φοιτητικό κίνημα είτε για τις κεντρικές εκλογικές και πολιτικές μάχες. Η ενότητα που περιγράφουμε εμείς είναι ενότητα στη δράση, και ενότητα όλων των καταπιεσμένων και της εργατικής τάξης.
Υπάρχει το έδαφος για τη δημιουργία μιας συλλογικότητας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις σχολές που θα λειτουργεί με δημοκρατία στο εσωτερικό, αφήνοντας πίσω τα εκφυλιστικά φαινόμενα βίαιων αντιπαραθέσεων. Που θα είναι ασφαλής χώρος για έμφυλα υποκείμενα, και δεν θα χωράει σεξιστές, παραβιαστές και κακοποιητές. Με σχήματα λειτουργικά στα οποία η κουβέντα δεν θα αναλώνεται σε μικροπολιτικές διαφωνίες, στα οποία από τη μία θα εξασφαλίζεται πως θα μπορούν να φτάνουν σε αποφάσεις. Παράλληλα, θα πρέπει από την άλλη να είναι ανοιχτά και προσιτά στον κόσμο των συλλόγων, να μην έχουν μια δομή τόσο σφιχτή που να μην μπορεί να παρέμβει ο ανένταχτος κόσμος. Χρειάζεται ένα όχημα που να έχει ενιαία πολιτική κατεύθυνση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα πλήττεται η αυτοτέλεια των σχημάτων ως δομών. Να παράγονται ενιαία κεντρικά υλικά για κομβικά ζητήματα και μάχες του φοιτητικού κινήματος, αλλά ταυτόχρονα κάθε σχήμα να μπορεί να εξειδικεύει με βάση τα επίδικα, τις αντιφάσεις και τις δυνάμεις που υπάρχουν σε κάθε σχολή και σύλλογο τα υλικά και την τακτική του. Να υπάρχει μια βάση και πολιτική αφετηρία που σε συνδυασμό με μια κουλτούρα δημοκρατίας στο εσωτερικό των σχημάτων και της συλλογικότητας, μια λογική αμοιβαίων υποχωρήσεων και σύνθεσης, θα εξασφαλίσει πως θα είναι λειτουργικά αλλά και προσιτά στον κόσμο των σχολών.
Τα σχήματα που έχουν φτιαχτεί και κινούνται στην κατεύθυνση που περιγράφεται, έχουν ήδη καταφέρει να αποκτήσουν γείωση και επιρροή στους κοινωνικούς τους χώρους, αποδεικνύοντας πως το εγχείρημα για τη δημιουργία μιας νέας συλλογικότητας δεν είναι μια μικροπολιτική εμμονή ορισμένων δυνάμεων, αλλά έρχεται να καλύψει ένα υπαρκτό πολιτικό κενό. Ο στόχος μας μέσα από τη νέα συλλογικότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς θα είναι να συνεχίσουμε να ερχόμαστε σε επαφή με τις τάσεις ριζοσπαστικοποίησης που γεννιούνται μέσα στο αστικό πανεπιστήμιο, όχι για να τις οδηγήσουμε στα αποτυχημένα πολιτικά σχέδια διαχείρισης του συστήματος, αλλά για να τους δώσουμε τη μόνη ρεαλιστική διέξοδο: εκείνη των ανυποχώρητων αγώνων του σήμερα και του αύριο για μια κοινωνία απελευθερωμένη από κάθε καταπίεση και εκμετάλλευση!