Γ. Τα κινήματα και τα καθήκοντά μας
Οι εξελίξεις στο συνδικαλιστικό κίνημα (++++)
Για τον χαρακτήρα των συνδικάτων
-
Οι επαναλαμβανόμενοι παροξυσμοί της γενικής δομικής κρίσης του καπιταλισμού διαπλέκονται με την κλιματική και την ενεργειακή κρίση και επεκτείνονται στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Το κεφάλαιο προσπαθεί να απαντήσει διατάσσοντας και αναδιατάσσοντας τους μοχλούς της παγκόσμιας οικονομίας ανάμεσα σε πολλαπλά επίπεδα: από το εθνικό κράτος και τα υπερεθνικά μονοπώλια μέχρι τους υπερεθνικούς πολιτικοοικονομικούς οργανισμούς. Στις επαγόμενες πολιτικές αναταράξεις το παγκόσμιο πολιτικό σύστημα τείνει να αντικαθιστά με τοπική κρατική καταστολή ή πολέμους ό,τι χάνεται σε όρους αστικής ηγεμονίας.
Νέες αντιφάσεις δημιουργούνται καθώς αλλάζουν δραματικά οι προϋποθέσεις υπό τις το κεφάλαιο, εδώ και δεκαετίες ήδη, αναδιαρθρώνει την παγκόσμια εργατική τάξη, μετατοπίζει την κλασσική «παραγωγική» εργατική τάξη του δευτερογενούς τομέα από τις παλιές δυτικές μητροπόλεις στα παγκόσμια εργαστήρια της Ασίας, προλεταριοποιεί περαιτέρω τη διανοητική εργασία και δημιουργεί μια εργατική τάξη για τους νέους – κυρίως εντάσεως εργασίας – τομείς της οικονομίας. Η εργατική τάξη συνολικά αυξάνεται, αλλά δεν βρίσκεται πλέον συγκεντρωμένη σε μεγάλα εργοστάσια των καπιταλιστικών μητροπόλεων, όπως στο παρελθόν.
Ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων βάζει την εργατική τάξη σε αμυντική θέση χωρίς πλέον τα ισχυρά συνδικάτα που είχε άλλοτε. Στις κλασσικές γεωγραφικές, κλαδικές, επαγγελματικές, ηλικιακές και έμφυλες διαιρέσεις, που επιβάλλει στην τάξη ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, έχουν προστεθεί νέες εθνοτικές ή θρησκευτικές διαιρέσεις, μαζί με την ελαστική εργασία ως πολυεργαλείο διαίρεσης, υποταγής και σχετικής μείωσης του μεταβλητού κεφαλαίου,. Ωστόσο, οι νέες και πολλές φορές πρωτόγνωρες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης που εμφανίζονται, ακόμα κι όταν εκθέτουν σε κοινή θέα τις αυταπάτες μιας καθυστερημένης εργατικής συνείδησης, δηλώνουν την αυξανόμενη δυσανεξία της τάξης απέναντι στην επέλαση των αγορών και την αναζήτηση αποτελεσματικών οργανωτικών μορφών.
Στην Ελλάδα, η ίδια αναζήτηση κινείται από τη στοιχειώδη αυθόρμητη οργάνωση, που είτε σβήνει είτε εκβάλλει στο κυρίαρχο συνδικαλιστικό υπόδειγμα, μέχρι τους συγκροτημένους από τα πάνω και πολιτικά μετέωρους Συντονισμούς Πρωτοβάθμιων Σωματείων με ΔΣ που ελέγχει το αριστερό εξωκοινοβούλιο στη βάση παλιότερων εκλογικών αποτυπώσεων.
Η τάση γενικής απαγόρευσης των εργατικών διεκδικήσεων, ακόμα και στις πιο πεφωτισμένες «δημοκρατικές» μητροπόλεις του παγκόσμιου καπιταλισμού, στην ελληνική της εκδοχή, περιλαμβάνει απανωτές νομοθετικές τομές και δικαστικές πρακτικές, που από τη μια απαγορεύουν την απεργία κι από την άλλη κρατικοποιούν τα συνδικάτα, αφήνοντάς τους μόνο μια κορπορατιστική διέξοδο. Δεν είναι επομένως κάτι που τα ρεφορμιστικά κόμματα ή τα συνδικάτα θα μπορούσαν μόνα τους να αποκρούσουν.
Οι απεργίες και οι άλλες μορφές εργατικής αντίστασης θα είναι εφεξής είτε προσχηματικές, για να δικαιολογούν την ύπαρξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, είτε παράνομες. Στην αντικαπιταλιστική αριστερά πέφτει το καθήκον να εξοπλίσει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την τάξη για παράνομες, χωρίς «συνδικαλιστική κάλυψη», απεργίες. Οι προλετάριοι υποχρεώνεται αντικειμενικά να ξαναθυμηθούν, ότι οι παράνομες απεργίες ήταν εκείνες που ιστορικά έφεραν τα νόμιμα συνδικάτα.
Καθώς το κεφάλαιο υποτιμά συνεχώς την εργασία η συνδικαλιστική γραφειοκρατία χάνει το μεσολαβητικό της ρόλο και, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, ενσωματώνεται στο κράτος. Στα συνδικάτα δεν επιφυλάσσεται πια παρά η θέση ενός δευτερεύοντος οργάνου πειθάρχησης της εργατικής τάξης. Ο συνδικαλισμός βρίσκεται επομένως σε ένα οριακό σημείο. Η κατανόηση του ρόλου της γραφειοκρατίας και των δυνατοτήτων που διαμορφώνονται μπροστά στον αντικαπιταλιστικό συνδικαλισμό, γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου για την αριστερά που θέλει να συμβάλει στην οργάνωση των εργατικών αντιστάσεων.
Τα συνδικάτα, «μια απλή μορφή της καπιταλιστικής κοινωνίας» ενώνουν τους εργάτες και τις εργάτριες «όχι ως παραγωγούς, αλλά ως πωλητές του εμπορεύματος-εργασία», με βάση την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνικής εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, ενώνοντας δηλαδή την τάξη «με βάση τις μορφές που επιβάλλει το καπιταλιστικό καθεστώς, το καθεστώς του οικονομικού ατομικισμού», ο συνδικαλισμός τη διαχωρίζει ταυτόχρονα κατά μήκος αυτών των μορφών.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, είναι συγκροτητικό στοιχείο του συνδικαλισμού και λογοδοτεί τόσο στη βάση της, ως προς την απόσπαση παραχωρήσεων από το κεφάλαιο, όσο και στα αφεντικά ως προς την πειθάρχηση της εργασίας. Βρίσκεται πάντα μεταξύ σφύρας και άκμονος και όλως ιδιαιτέρως σήμερα, που από τη μια χρειάζεται πόρους για να συντηρήσει τα προνόμιά της ενώ από την άλλη, μαζί με τη διαπραγματευτική της δυνατότητα, χάνει και τη νομιμοποίησή της από την εργατική της βάση.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία βρίσκει διέξοδο στον εναγκαλισμό με το κράτος και τα προγράμματα που χρηματοδοτεί η ΕΕ, τα οποία χρησιμοποιεί επίσης και ως κορπορατιστικό δέλεαρ προς την «ωφελούμενη» βάση της. Ευλαβούμενη τα όρια που κάθε φορά βάζει το κεφάλαιο, θα σπεύσει ωστόσο να επιβεβαιώσει τον μεσολαβητικό της ρόλο εκεί όπου το κεφάλαιο αφήνει την όποια ελάχιστη, γνήσια ή κάλπικη, επιλογή και να διεκδικήσει, έστω και ρητορικά, «βελτιωμένες» εκδοχές των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στην οικονομία ή στους θεσμούς.
Ωστόσο, η χυδαία αντίληψη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ως «κυβερνητικού», «αστικού» ή «αστικοποιημένου» συνδικαλισμού αγνοεί τον εγγενή γραφειοκρατικό χαρακτήρα των συνδικάτων και ανάγει την αντικειμενική και χαρακτηριστική της εποχής μας τάση κρατικοποίησης των συνδικάτων σε ένα πολιτικό ή ηθικό κουσούρι των γραφειοκρατών τους οποίους ταυτίζει με τα συνδικάτα για να φτάσει να ερωτοτροπεί με την ιδέα των «κόκκινων συνδικάτων» αποσύροντας την εμπιστοσύνη της στον επαναστατικό χαρακτήρα της τάξης.
Το γεγονός ότι, σήμερα, τα μόνα δυνατά συνδικάτα είναι τα γραφειοκρατικά, δεν μπορεί να είναι πρόφαση για ακολουθητισμό ή για νομιμόφρονα -αλά ΠΑΜΕ- αντιπολίτευση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ούτε η οιονεί κρατικοποίησή της μπορεί να είναι πρόφαση για στάσεις που οδηγούν στον αναχωρητισμό από τα συνδικάτα. Αν η τρέχουσα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων καθιστά αδύνατη την ύπαρξη των παλιών καλών ρεφορμιστικών συνδικάτων, παραμένει ακόμη μια, προς το παρόν θεωρητική, εναλλακτική: τα επαναστατικά συνδικάτα – όργανα του επαναστατικού κινήματος της τάξης. Σε μια μη επαναστατική εποχή σαν την σημερινή, μια τέτοια προοπτική εμφανίζεται σαν μια διαλεκτική αντίφαση με την οποία η Αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να αναμετρηθεί συγκεκριμένα.
Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να πεισθεί να δράσει μέσα στα συνδικάτα, προωθώντας την αυτοοργάνωση των εργατών στη βάση αυθεντικών τους αιτημάτων και μαθητεύοντας στην πραγματική κίνηση της τάξης, ώστε να εκβιάζει σταθερά και να εκθέτει τις γραφειοκρατικές τους ηγεσίες. Πρέπει να πείσουμε το στρώμα των πρωτοπόρων προλεταρίων ότι ο διαχωρισμός από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία σημαίνει κυρίως ότι η θέση των αντικαπιταλιστών συνδικαλιστών δεν είναι μαζί με τους γραφειοκράτες πίσω από τις κλειστές πόρτες των διοικήσεων, αλλά σε ανοιχτές απεργιακές επιτροπές που μπορούν και πρέπει να έχουν τον έλεγχο των απεργιών.
Η ανεξαρτησία των ίδιων των συνδικάτων από το κράτος και η εργατική δημοκρατία μέσα σε αυτά –θεμελιωδώς ασύμβατες με την τωρινή τους κατάσταση– είναι το απαραίτητο πλαίσιο από όπου το προλεταριάτο μπορεί να σηκώσει το βλέμμα μέχρι τα αντικαπιταλιστικά συνδικάτα, τα συνδικάτα που θα ενσωματώνουν το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα.
Οι προοπτικές του φοιτητικού κινήματος (+++)
Το φεμινιστικό κίνημα (γυναικεία ομάδα) (+++)
ΛΟΑΤΚΙ+ (+++)
Οι αγώνες για το περιβάλλον (+++)
Τα κινήματα πόλης:
-
Με ορισμένους προπομπούς, όπως το κίνημα των παραπηγματούχων του Περάματος ή των κατοίκων των Μεγάρων ενάντια στα διυλιστήρια, τα κινήματα πόλης εμφανίστηκαν στη χώρα τη δεκαετία του 1980 και γενικεύτηκαν την επόμενη εικοσαετία. Έχουν αναδειχτεί σε σημαντικό τομέα της ταξικής πάλης, και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν παίξει κομβικό ρόλο – ένα παράδειγμα είναι το κίνημα της κατάληψης δημόσιων χώρων, υπαίθριων ή και στεγασμένων, την επαύριο της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, με το πάρκο Ναυαρίνου να παραμένει ενεργό μέχρι και σήμερα. Παραδείγματα τέτοιων αγώνων είναι σήμερα ο αγώνας ενάντια στον σταθμό του μετρό στα Εξάρχεια, η μάχη για την υπεράσπιση πάρκων (Τρίτση, Δρακόπουλου, Ακαδημία Πλάτωνος, λόφος Στρέφη κ.ά), οι κινητοποιήσεις ενάντια στον εγκιβωτισμό του μεγάλου ρέματος Ραφήνας κλπ.
Παρότι ο πρώτος τους πυρήνας προερχόταν πολλές φορές από παλιά μέλη της επαναστατικής αριστεράς ή της κινηματικής πρωτοπορίας, τη δεκαετία του 2000 είχε διαμορφωθεί στο εσωτερικό τους μια ρεφορμιστική και μικροαστική ηγεμονία, στην οποία συνέβαλλε και το ότι η ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά δεν είχε συστηματική συμμετοχή σε αυτά, με την εξαίρεση κάποιων ιστορικών της σχημάτων. Αυτό ήταν έκφανση μιας γενικότερης δυστοκίας εμπλοκής στα περισσότερα από τα λεγόμενα νέα κινήματα: περιβαλλοντικά, αντιρατσιστικά, φεμινιστικά, ΛΟΑΤΚΙ κ.ά. Τα επόμενα χρόνια συνέβη μια σημαντική στροφή και προς αυτά τα κινήματα. Η αύξηση της δυνατότητας εκλογής δημοτικών και περιφερειακών συμβούλων από τις εκλογές του 2010 μέχρι και αυτές του 2019, λόγω του ευνοϊκού πλαισίου που δημιουργούσε γι’ αυτό η διοικητική μεταρρύθμιση, η αλλαγή του νομικού πλαισίου, και κυρίως η ενοποίηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αύξησε με τη σειρά της τον βαθμό εμπλοκής της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στα κινήματα πόλης, την τεχνογνωσία και τη γνώση της για θέματα αστικού χώρου, περιβάλλοντος κλπ.
Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλα κινήματα, όπως το συνδικαλιστικό, το φοιτητικό ή το αντιπολεμικό, η πλειοψηφία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μπήκε στα κινήματα πόλης χωρίς επαρκή προγραμματική εξάρτυση. Έτσι, εκ των πραγμάτων δανείστηκε στοιχεία από τον ρεφορμισμό, είτε ως προς τα αιτήματα και τη μεθοδολογία που διαμορφώθηκαν υπό την ηγεμονία του ΣΥΡΙΖΑ ή των πρασίνων, είτε ως προς τη διαχειριστική αντίληψη για τους θεσμούς της τοπικής διοίκησης, με σημείο αναφοράς τους «κόκκινους δημάρχους» του ΚΚΕ και, πριν από αυτούς, της ΕΔΑ.
-
Χρειάζεται να ανοίξουμε μια στρατηγική συζήτηση για το τι είναι ένα αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα για τα τοπικά κινήματα και τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ασφαλώς, ξεκινά από τις άμεσες και κατανοητές διεκδικήσεις των εργαζομένων και των καταπιεσμένων στρωμάτων στην πόλη. Σε αυτές θα περιλαμβάνονται αιτήματα όπως: υπεράσπιση των δημοσίων και των ελεύθερων χώρων, δημοτικές υπηρεσίες και παροχές, μέτρα για τη συγκράτηση των τιμών γης και των ενοικίων, μέτρα για τον περιορισμό της αστικής ρύπανσης, δημόσιες συγκοινωνίες πυκνές και φθηνές ή δωρεάν, ποδηλατόδρομοι, προσβασιμότητα ΑμεΑ, δημόσιες δομές απεξάρτησης κλπ. Το μεταβατικό πρόγραμμα, ωστόσο, οφείλει να συνδέει τις άμεσες διεκδικήσεις με την επαναστατική ανατροπή του συστήματος, γιατί κανένα από τα μεγάλα προβλήματα της σύγχρονης αστικής ζωής δεν μπορεί να λυθεί τελικά μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και υπό την εξουσία των καπιταλιστών.
-
Ο επαναστατικός χαρακτήρας της παρέμβασης στα κινήματα πόλης ανάγεται, τελικά, σε δυο βασικές αντιλήψεις:
Πρώτον, οι θεσμοί της τοπικής διοίκησης, δήμοι και περιφέρειες, ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όργανα των συμφερόντων της εργατικής τάξης, ούτε μπορούν να μεταρρυθμιστούν προς όφελός της. Ως μορφή τοπικής οργάνωσης της διοίκησης, με δομή, λειτουργία και τρόπο εκλογής αντίστοιχα της κεντρικής κυβέρνησης, οι δήμοι και οι περιφέρειες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά από ό,τι το αστικό κράτος γενικά. Η παρέμβαση της επαναστατικής αριστεράς στους θεσμούς οφείλει να έχει το χαρακτήρα σαμποτάζ, και όχι τη φιλοδοξία της κόκκινης διαχείρισης. Στρατηγικός στόχος της παρέμβασης της επαναστατικής αριστεράς δεν πρέπει να είναι ούτε απλώς η εκπροσώπηση των κινημάτων, ούτε πολύ περισσότερο η διεκδίκηση της συμμετοχής τους στην τοπική διοίκηση, στη λογική της συνδιοίκησης, αλλά η αντικατάσταση των θεσμών της τοπικής διοίκησης με τους θεσμούς αυτοοργάνωσης των κινημάτων.
Δεύτερον, στη ρίζα των προβλημάτων της ζωής των εργαζομένων στον αστικό χώρο βρίσκεται η ατομική ιδιοκτησία στη γη. Η συρρίκνωση των δημόσιων χώρων είναι απόρροια της μονοπώλησης της γης από ιδιώτες. Ταυτόχρονα, το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας κάνει το ζήτημα της κατοικίας άλυτο, και είναι η βαθύτερη αιτίας της σημερινής στεγαστικής κρίσης. Μέσα από τα συστήματα της οριζόντιας ιδιοκτησίας, της αντιπαροχής και της ανοχής της αυθαίρετης δόμησης, το ελληνικό αστικό κράτος επιχείρησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της στέγης των μαζών που συνέρρεαν ο εμφύλιος αρχικά και οι μετέπειτα οι αναδιαρθρώσεις του ελληνικού καπιταλισμού εκτόπιζαν από την ύπαιθρο προς στις πόλεις, απαλλάσσοντας τον εαυτό του από την υποχρέωση εργατικής και κοινωνικής κατοικίας. Για την εργατική τάξη, η ιδιοκατοίκηση ήταν πολλές φορές η μόνη δυνατότητα, και αρκετά κινήματα επικεντρώθηκαν στην υπεράσπισή της. Το δικαίωμα των εργαζομένων στη στέγη, που υπερασπιζόμαστε άνευ όρων, όμως, δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, ούτε σημαίνει αποδοχή της μικροαστικής λογικής του ιδιοκτήτη. Υπό αυτή την έννοια, η παρεμπόδιση των εξώσεων με μόνο στόχο την αναβολή τους, ούτε να τις ματαιώσει μπορεί τελικά, αλλά ούτε και να εγείρει διεκδικήσεις έναντι του κράτους για το δικαίωμα των θιγομένων στη στέγη. Το όραμά μας είναι δημόσια κατοικία για όλους και όλες, σύμφωνα με τις ανάγκες του καθενός και της καθεμίας, καθώς και με τα νέα πρότυπα κατοίκησης που θα διαμορφωθούν σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα (+++):
Δ. Το πολιτικό σχέδιο της οργάνωσης
-
Κλειδί της ανασυγκρότησης και αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων είναι η διάσωση πολιτική επιβίωση και η ενίσχυση του ρεύματος της ανεξάρτητης επαναστατικής αριστεράς, με την προοπτική της δημιουργίας ενός επαναστατικού εργατικού κόμματος. Ένας πόλος της επαναστατικής αριστεράς, με λογική ενιαίου μετώπου στους αγώνες αλλά πολιτικά ανεξάρτητος από κάθε ρεφορμιστική ηγεσία, με ορατή εμβέλεια, προγραμματική συγκρότηση και μεταβατικό πρόγραμμα, είναι απαραίτητος όρος για τον απεγκλωβισμό αγωνιστών και αγωνιστριών από την επιρροή του ρεφορμισμού, αλλά, ακόμα περισσότερο, για την πολιτικοποίηση του νέου ριζοσπαστικού δυναμικού που αναδύεται και θα αναδυθεί στους αγώνες της νέας περιόδου.
-
Μέσα στα χρόνια της κρίσης και, μετέπειτα, της υποχώρησης των κινημάτων που ακολούθησε την επικράτηση της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος προσπάθησε να κρατήσει ζωντανό το σχέδιο της ανεξαρτησίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από τον ρεφορμισμό και τους θεσμούς του κράτους και την ανάγκη ύπαρξης επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος αλλά και αντικαπιταλιστικού μετώπου. Με αυτή τη λογική, συμμετείχε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην πορεία αφιέρωσε τις δυνάμεις της στη συγκρότηση μιας επαναστατικής τάσης εντός της, της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ Αντικαπιταλιστική και Επαναστατική (ΠΑΑΕ), και την ίδια ώρα που προσπαθούσε να αναπαραχθεί και να ενισχυθεί η ίδια, τόσο μέσω της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και εκτός. Δυστυχώς, το βασικό μέσο πολιτικής παρέμβασης της οργάνωσής μας, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γρήγορα σταμάτησε να λειτουργεί όπως θα θέλαμε. Οι τοπικές επιτροπές συνεδρίαζαν σπάνια, οι κλαδικές επιτροπές, με λίγες εξαιρέσεις, δε λειτούργησαν σχεδόν ποτέ, κοινό έντυπο και κοινά γραφεία δε λειτούργησαν ποτέ και οι αποφάσεις μεταφέρθηκαν στα κεντρικά όργανα και είχαν να κάνουν κυρίως με τις συνεργασίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με άλλες οργανώσεις. Μαζί με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μοιραία ατόνησε σταδιακά και η λειτουργία της ΠΑΑΕ, τουλάχιστον εκτός των διαδικασιών των συνδιασκέψεων, επιφέροντας ένα πλήγμα στην προσπάθεια μας να έρθουμε σε επαφή με άλλα κομμάτια του κινήματος. Παρότι δεν μπόρεσε να το εφαρμόσει, η ΠΑΑΕ συζήτησε, ωστόσο, ένα σχέδιο μετασχηματισμού, το οποίο εξακολουθούμε να θεωρούμε πως περιγράφει ένα αναγκαίο πολιτικό βήμα για την υπέρβαση της κρίσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς:
“Χρειαζόμαστε ένα μέτωπο οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστών, αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό, ενωτικό στη δράση με όλα τα αγωνιζόμενα τμήματα της τάξης, αλλά πολιτικά και οργανωτικά ανεξάρτητο από τον ρεφορμισμό.”
“Θα πρέπει να βρούμε τον τρόπο να συνενώσουμε σε νέες, πιο υγιείς βάσεις, τις δυνάμεις της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, οι οποίες είναι σήμερα διάσπαρτες εντός μιας ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ύπνωση αλλά και εκτός της.”
Το σχέδιο αυτό χρειάζεται σήμερα να μετεξελιχθεί. Με δεδομένο τον διευρυνόμενο πολιτικό της διχασμό, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας των μεγαλύτερων οργανώσεων, το να αναγεννηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τις στάχτες της δεν είναι ρεαλιστική προσδοκία, και η ΠΑΑΕ δεν έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει συστηματικά χωρίς τη λειτουργία των τοπικών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μια σημαντική άνοδος του κινήματος θα μπορούσε να δώσει νέα πνοή στην αντικαπιταλιστική αριστερά, αλλά χρειάζεται ένα σχέδιο δράσης που δεν θα βασίζεται απλώς σε αυτή την προσμονή.
-
Το πολιτικό μας σχέδιο δεν μπορεί να αποφύγει τη διαδικασία διαχωρισμού εντός του χώρου που αποκαλούσαμε αντικαπιταλιστική αριστερά. Η μάχη για τη διατήρηση ή προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων επαναστατικών ή αντικαπιταλιστικών δυνάμεων στην τροχιά ενός σχεδίου ενωτικής συγκρότησης στη βάση της πολιτικής, προγραμματικής και οργανωτικής ανεξαρτησίας από τον ρεφορμισμό, εντός ή εκτός κοινοβουλίου, είναι κρίσιμη. Αυτός είναι και ο πρώτος πυλώνας του σχεδίου μας, που ξεκινά από το εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τη συσπείρωση της αριστερής της πτέρυγας. Στις παρούσες συνθήκες, αυτό απαιτεί την αντιμετώπιση των κατά καιρούς παλινδρομήσεών της αριστερής αυτής πτέρυγας στα σχέδια «συμπόρευσης», όπως συνέβη και πρόσφατα με τη σύμπραξη με ρεφορμιστικές δυνάμεις σε μια σειρά δήμων, τη στιγμή μάλιστα που οι ίδιες αυτές δυνάμεις τηρούν συχνά στο δρόμο στάση απομονωτισμού και περιχαράκωσης.
Δεδομένης της οργανωτικής παράλυσης της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η μάχη αυτή είναι πιθανό να δοθεί σε μεγάλο βαθμό περιφερειακά, μέσα από τα αντικαπιταλιστικά σχήματα στα σωματεία, τις σχολές και τις γειτονιές, που λειτουργούν με κύρια αναφορά τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των οποίων η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος πάντα επεδίωκε να είναι οργανικό τμήμα. Η μεταφορά του κέντρου βάρους της καθημερινής μας δραστηριότητας σε αυτά τα σχήματα, η οποία αποφασίστηκε στην προηγούμενη συνδιάσκεψη, είναι σήμερα ακόμα πιο εύλογη.
Έστω κι αν μοιάζει μάχη οπισθοφυλακής, έχει σημασία οι δυνάμεις που θα επιχειρήσουν την «υπέρβαση» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για χάρη ενός πλατιού σχεδίου ενοποίησης με πτέρυγες του ρεφορμισμού να μην το κάνουν στο όνομά της – να μην κερδίσουν δηλαδή την πλειοψηφία του μετώπου. Την ίδια μάχη δίνουμε μέσα στα αντικαπιταλιστικά σχήματα σε σωματεία, σχολές και γειτονιές, τα οποία μάλιστα έχουν μεγαλύτερη κοινωνική εμβέλεια από την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ό,τι απομείνει από αυτό το χώρο προσηλωμένο στο αρχικό σχέδιο του ανεξάρτητου από τον ρεφορμισμό αντικαπιταλιστικού πόλου, θα είναι ο βασικός αρχικός πυρήνας των δυνάμεων της μελλοντικής ανεξάρτητης επαναστατικής αριστεράς.
-
Μετά από τόσα χρόνια ύπαρξης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ωστόσο, έχει γίνει σαφές ότι ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο οργανώσεων δεν είναι αρκετό. Είναι αναγκαία και η ύπαρξη μιας επαναστατικής και διεθνιστικής πτέρυγας, με προγραμματική ενότητα ανώτερη από αυτή που μπορούσε να επιτύχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο δεύτερος πυλώνας του σχεδίου μας είναι η οικοδόμηση μιας τέτοιας πτέρυγας, που θα είναι σταθερότερη οργανωτικά και προγραμματικά από το όποιο αντικαπιταλιστικό μέτωπο ώστε μπορεί να λειτουργεί εντός του αντικαπιταλιστικού μετώπου ή και ανεξάρτητα από αυτό. Η τακτική δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συμμετοχή μας στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Είναι δύο παράλληλες προσπάθειες που ιδανικά κάπου θα συναντηθούν: η πρώτη βασίζεται στην πολιτική ενότητα ως προς τα καθήκοντα της περιόδου, η δεύτερη στην βαθύτερη προγραμματική και ιδεολογική ενότητα.
Το κάλεσμα αυτό απευθύνεται με ειλικρίνεια και συνέπεια καταρχήν στις οργανώσεις του τροτσκιστικού χώρου, ανεξαρτήτως της άρνησης που μπορεί να συναντήσει, καθώς βασίζεται σε μια αντικειμενική αναγκαιότητα και όχι στις επιμέρους υποκειμενικές διαθέσεις. Σε δεύτερο επίπεδο, η προγραμματική αυτή συζήτηση μπορεί να επεκταθεί και σε δυνάμεις της αριστερής πτέρυγας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τις οποίες, ενώ δεν υπάρχει κοινή ιδεολογική προέλευση, υπάρχει μια γενική πολιτική συμφωνία στα καθήκοντα της περιόδου.
Φυσικά, υπάρχουν και σε αυτό τον διεθνιστικό χώρο σημαντικές πολιτικές διαφωνίες. Η στάση απέναντι στον πόλεμο στην Ουκρανία, η ερμηνεία της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου, η δράση στο συνδικαλιστικό κίνημα και η στάση απέναντι στο ρεφορμισμό είναι κάποια μόνο από τα ζητήματα που θα αποτελέσουν εμπόδια για την όποια συνεργασία. Σε τακτικό επίπεδο, μια ενδεχόμενη σύγκλιση θα είναι ακόμα πιο δύσκολη. Κάποιες απ’ αυτές τις οργανώσεις έχουν συνηθίσει να λειτουργούν αυτόνομα και έχουν στόχο να διατηρήσουν κάποια πολύ συγκεκριμένη παράδοση. Άλλες έχουν συνηθίσει να λειτουργούν μέσα σε πλατιά αριστερά κόμματα με σκοπό να επηρεάσουν τους ρεφορμιστές. Μπορεί, ωστόσο, να γίνει κατανοητό ότι μια πολιτική σύγκλιση, όσο δύσκολη κι αν φαίνεται, θα ήταν σημαντική για την ενίσχυση του διεθνιστικού επαναστατικού ρεύματος.
Η προσπάθεια θα πρέπει να περιλαμβάνει συζητήσεις για συγκεκριμένα θέματα, ανοιχτές εκδηλώσεις, διάλογο σε περιοδικά και εφημερίδες, κοινές παρεμβάσεις, κοινή συμμετοχή σε κινηματικές δομές κλπ. Είναι σημαντικό να εμπλακούν τα μέλη των οργανώσεων, καθώς και ανένταχτο δυναμικό που μπορεί να βρει ελκυστική αυτή την προοπτική, και να μη μείνει η πρωτοβουλία σε συζητήσεις κορυφής.
Αντικείμενο της διεργασίας αυτής θα πρέπει ασφαλώς να είναι και η πρόταση για το πολιτικό σχέδιο μιας ενωτικής συσπείρωσης της επαναστατικής αριστεράς στη βάση της προγραμματικής, πολιτικής και οργανωτικής ανεξαρτησίας από τον ρεφορμισμό. Προσκαλούμε αυτές τις δυνάμεις σε αυτό το σχέδιο. Ενδεχόμενη προσέλκυσή τους σε αυτό θα είχε διπλό όφελος: αφενός θα ενίσχυε τον ανεξάρτητο επαναστατικό πόλο τον οποίο επιδιώκουμε να οικοδομήσουμε, πατώντας στο πρόπλασμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αφετέρου θα ενδυνάμωνε τη διεθνιστική τάση εντός του.
-
Επιβεβαιώνουμε ότι τελικός στόχος της διπλής αυτής διεργασίας είναι η οικοδόμηση ενός επαναστατικού, διεθνιστικού, εργατικού κόμματος. Ένα τέτοιο κόμμα δεν μπορεί απλώς να ανακοινωθεί, αν δεν θέλουμε είτε να αποφύγουμε κωμικές αυτοανακηρύξεις μικρών οργανώσεων σε μαζικά κόμματα της εργατικής τάξης, είτε ή βεβιασμένες συγκολλήσεις που επιδιώκουν τη μαζικότητα χωρίς προγραμματική ενότητα. Χρειάζονται συγκεκριμένοι όροι και συνθήκες ώστε μια ταξικά συνειδητή πρωτοπορία συνδεδεμένη με τις μάζες να κερδίσει την πολιτική τους αναγνώριση και να συγχωνευτεί με αυτές. Η αναγκαιότητα για ένα τέτοιο κόμμα, όμως, χρειάζεται να τεθεί συγκεκριμένα και άμεσα, και οι διεργασίες για αυτό δεν θα πρέπει να παραπέμπονται σε ένα απώτερο μεσσιανικό μέλλον.
Στο πολιτικό αυτό σχέδιο η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος επιδιώκει να συσπειρώσει νέους αγωνιστές και αγωνίστριες, αλλά και παλιότερους συντρόφους και συντρόφισσες της οργάνωσης ή του ρεύματος, που είχαν για διάφορους λόγους χαράξει διαφορετικές τροχιές, σήμερα όμως οι πολιτικές αποκλίσεις μεταξύ μας έχουν εκλείψει ή περιοριστεί σημαντικά. Μια τέτοια διαδικασία επαναπροσέγγισης πραγματοποιείται ήδη το τελευταίο διάστημα, και χρειάζεται να γίνει πιο συστηματική.
-
Ασφαλώς, το υλικό ενός τέτοιου επαναστατικού κόμματος θα αντληθεί, τελικά, από αγωνιστές και τις αγωνίστριες που αναδεικνύονται μέσα στο κίνημα. Η ανάπτυξη των δυνατοτήτων για ένα τέτοιο κόμμα περνά από την ανάπτυξη του κινήματος , που δεν περιορίζεται στον δικό μας πολιτικό ή ιδεολογικό χώρο. Λειτουργούμε με τη λογική του ενιαίου μετώπου, της κοινής δράσης όλων των αγωνιζόμενων μερίδων του κινήματος που μοιράζονται τους βασικούς στόχους κάθε αγώνα. Ταυτόχρονα, τα ειδικότερα καθήκοντα που τίθενται σε κάθε τομέα του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων απαιτούν συχνά πολυδύναμες, ευέλικτες και ετερογενείς συμμαχίες, συχνά με οργανωμένες δυνάμεις διαφορετικές από τις οργανώσεις στις οποίες απευθύνουμε το πολιτικό μας σχέδιο. Έχουμε ήδη τέτοιες εμπειρίες (γυναικείο ζήτημα, αντιφασισμός, αντιρατσιστικό κίνημα, κινήματα πόλης κ.ά.), και περιμένουμε να έχουμε περισσότερες στο άμεσο μέλλον.
-
Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, παρά τις μικρές της δυνάμεις, υπήρξε χρήσιμη όχι μόνο σε μια σειρά κινήματα, με τη λογική του ενιαίου μετώπου και της αυτοοργάνωσης των αγώνων, αλλά και για την προώθηση του σχεδίου της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, την ενίσχυση των διεθνιστικών και επαναστατικών θέσεων εντός της, τη στροφή σε κινήματα που προηγουμένως ο χώρος έτεινε να υποτιμά (φεμινιστικό, ΛΟΑΤΚΙ, οικολογικό, αντιρατσιστικό, αντιφασιστικό), την προώθηση της εργατικής δημοκρατίας. Η ενίσχυσή της είναι σημαντική και για την επιτυχία του πολιτικού σχεδίου που επιδιώκουμε σήμερα.
Η οργάνωση είναι αναντικατάστατο εργαλείο για την εκπαίδευση και διαμόρφωση στελεχών που θα μπορούν να δρουν οργανικά και πρωτοβουλιακά εντός του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων, των εργασιακών και κοινωνικών χώρων, των σωματείων, αλλά και των ευρύτερων αντικαπιταλιστικών σχημάτων, με πυξίδα τις προγραμματικές αρχές του διεθνισμού και του επαναστατικού μαρξισμού. Η ιδεολογική και μορφωτική δουλειά, μέσα από τα έντυπα, τις εκδηλώσεις, αλλά και τους πυρήνες, είναι σημαντική προτεραιότητα. Την ίδια στιγμή, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος επιδιώκει τον καλύτερο συντονισμό των μελών και φίλων της, με τη λειτουργία ομάδων παρέμβασης σε κλάδους, αλλά και στα κοινωνικά κινήματα, που έχουν άλλες απαιτήσεις από το εργατικό και απαιτούν συγκεκριμένα σχέδια δράσης, ιδίως όπου έχουν υπάρξει σημαντικές νέες εξελίξεις.
Επιπλέον, στο περιβάλλον που διαμορφώνεται, με την κρίση των μετωπικών εγχειρημάτων, μας είναι σαφές ότι θα χρειαστεί να ενταθεί και η αυτοτελής λειτουργία της οργάνωσης. Εκτός από αναγκαίο, αυτό είναι και εφικτό: υπάρχουν σήμερα σημαντικές δυνατότητες για την ενίσχυσή της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος
Ε. Η αποσύνθεση της 4ης Διεθνούς και τα διεθνή καθήκοντα της οργάνωσης
-
Η συμμετοχή της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος στην 4η Διεθνή είναι οργανικό στοιχείο της συγκρότησης της πολιτικής της ταυτότητας και βασίζεται στην αντίληψη ότι δεν υπάρχει επαναστατικός μαρξισμός χωρίς διεθνισμό, και δεν υπάρχει διεθνισμός χωρίς διεθνή οργάνωση.
-
Τα τελευταία χρόνια, πέραν των διαλυτικών καταστάσεων που εμφανίζονται σε μια σειρά μεγάλων ρεφορμιστικών κομμάτων διεθνώς, παρατηρείται και μια δραματική κρίση των επαναστατικών διεθνών οργανώσεων, από την οποία η 4η Διεθνής κάθε άλλο παρά εξαιρείται. Στην πραγματικότητα, βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης, με διασπασμένα τμήματα σχεδόν σε όλες τις χώρες, συρρικνούμενο αριθμό μελών, αδυναμία λήψης κοινών πρωτοβουλιών, όλο και πιο αραιές διαδικασίες.
Παράλληλα, μέσα από την πολυετή προσήλωση στη στρατηγική των «πλατιών» κομμάτων, η ηγεσία της 4ης Διεθνούς έχει διαγράψει μια πολιτική τροχιά που την έχει φέρει σε στρατηγική απόκλιση με τις αρχές και θέσεις που υπερασπιζόμαστε. Η άκριτη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, παρακάμπτοντας επιδεικτικά το ελληνικό τμήμα, ήταν σύμπτωμα αυτής της στροφής, την οποία με τη σειρά της επιτάχυνε. Οι τοποθετήσεις ουσιαστικά υπέρ του δυτικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ (Λιβύη, Μακεδονικό) αλλά ακόμα και σε ανοιχτές πολεμικές συγκρούσεις, όπως στην Ουκρανία, παραβιάζουν την κόκκινη γραμμή του σοσιαλσωβινισμού. Δεν εκτιμούμε πως, υπό την υπάρχουσα ηγεσία, η κατάσταση στην 4η Διεθνή είναι αναστρέψιμη.
Επιπλέον, το εσωτερικό καθεστώς της Διεθνούς δεν ευνοεί τις προοπτικές μιας ενδεχόμενης αλλαγής πλεύσης. Η ηγεσία δεν ανανεώνεται καθόλου, ή το κάνει εντελώς ελεγχόμενα. Το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό έχει αντικαταστήσει το δημοκρατικό έλλειμμα που γίνεται ανάγλυφο στους αποκλεισμούς ολόκληρων οργανώσεων που δεν συμφωνούν με την ηγεσία, με συνοπτικές διαδικασίες, την ίδια στιγμή που άλλες οργανώσεις που συμπλέουν με την πολιτική της ηγεσίας γίνονται δεκτές παρά τη θέληση των εθνικών τμημάτων των αντίστοιχων χωρών. Χαρακτηριστική ήταν και η παρέμβαση της διεθνούς για τη διάσπαση του ελληνικού τμήματος, που ήταν αντιπολιτευτικό, και τη η δημιουργία μιας μικρής νομιμόφρονος ομάδας στη χώρα.
-
Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει διεθνισμός χωρίς διεθνή οργάνωση, όμως, το ζήτημα δεν είναι η αποχώρηση και η εθνική απομόνωση, αλλά η δημιουργία μιας διεθνούς επαναστατικής πτέρυγας και, τελικά, μιας επαναστατικής διεθνούς. Γι’ αυτό τον σκοπό, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος υπήρξε ιδρυτικό και είναι ενεργό μέλος της Τάσης για μια Επαναστατική Διεθνή (TRI), που ξεκινά από το εσωτερικό της 4ης Διεθνούς αλλά επιδιώκει την προσέγγιση και με άλλα διεθνή επαναστατικά ρεύματα. Η κρίση σχεδόν όλων των διεθνών, που αντιμετωπίζουν προβλήματα παρόμοια με αυτά της 4ης Διεθνούς, μπορεί να απελευθερώσει δυνάμεις για μια τέτοια διεθνή σύγκλιση επαναστατικών δυνάμεων.
Οι δυνάμεις της TRI είναι περιορισμένες, και τα οργανωτικά της προβλήματα σημαντικά, ωστόσο ο βαθμός πολιτικής και φυσιογνωμικής συνοχής είναι επίσης σημαντικός. Επιπλέον, ο αναβαθμισμένος πολιτικός ρόλος που παίζουν οι Γάλλοι σύντροφοι και συντρόφισσες στο ΝΡΑ, μετά τη διάσπασή του, καθώς και η σύγκλισή με το προερχόμενο από την LO ρεύμα Etincelle, δημιουργούν νέες δυνατότητες. Είναι σημαντικό η συμμετοχή της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος στην TRI να ενισχυθεί.
Ενόψει του Παγκοσμίου Συνεδρίου της 4ης Διεθνούς, που προγραμματίζεται για το 2025, η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος θα επιδιώξει να συμβάλει σε μια επαναστατική πλατφόρμα, με πυρήνα την TRΙ, και θα μπει σε μια αναλυτική διαδικασία συζήτησης των κειμένων, της κατάστασης στη Διεθνή, της λειτουργίας της TRI, των διεθνών σχέσεων και των πολιτικών προοπτικών.