Β. Εγχώρια κατάσταση
Η ελληνική οικονομία
-
Η ελληνική οικονομία τα χρόνια της κρίσης
Η ελληνική οικονομία την περίοδο 2010-15 βρέθηκε στο επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Το ελληνικό ΑΕΠ υποχώρησε από 337,6 δις. δολ. το 2008, σε 275,2 το 2012. Η αδυναμία να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις οδήγησαν στην επιβολή από τους δανειστές των μέτρων των μνημονίων, αλλά η εφαρμογή τους συνάντησε τα πρώτα χρόνια (2010-2013) ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις. Παρόλο το μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας [το ελληνικό ΑΕΠ το 2008 αποτελούσε μόνο το 1,66% του ευρωπαϊκού και μόλις το 0,6% του παγκοσμίου], μια κατάρρευση της οικονομίας (και πολύ περισσότερο του αστικού καθεστώτος) στην Ελλάδα απειλούσε με αλυσιδωτές συνέπειες το συνολικό οικοδόμημα της ΕΕ και κατ’ επέκταση τη σταθερότητα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος (γεγονός που επιβεβαιώνει την οικονομική αλληλεξάρτηση τουλάχιστον των ευρωπαϊκών οικονομιών που είχε συντελεστεί τις προηγούμενες δεκαετίες).
Το 2015 με την άνοδο στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τη συνθηκολόγηση που επακολούθησε το «δημοψήφισμα», την συνακόλουθη υποχώρηση του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών αντιστάσεων, το ελληνικό αστικό καθεστώς μπήκε σε τροχιά σταθεροποίησης: Απρόσκοπτη εφαρμογή των μέτρων των μνημονίων [ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα και της δημόσιας περιουσίας, επιβολή μέτρων λιτότητας, υποβάθμιση του λαϊκού εισοδήματος, κατάργηση μιας σειράς κατακτήσεων του εργατικού κινήματος]. Το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε σταδιακά από 289 δις. δολ. το 2015 σε 334 το 2019, υποχώρησε το 2020 σε 304 και να επανήλθε το 2021 σε 333 και το 2022 σε 389 [Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα GDP, PPP (constant 2017 international $)].
-
Ο χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας σήμερα
Γενικότερα, η πορεία της ελληνικής οικονομίας χαρακτηρίζεται από την παραπέρα ραγδαία διόγκωση του ήδη διογκωμένου τομέα των υπηρεσιών (ναυτιλία, εμπόριο, τουρισμός, οικοδομές, τηλεπικοινωνίες, τραπεζικός τομέας, υπηρεσίες διαμετακομιστικού κόμβου κλπ.).
Το 1990 ο τομέας των Υπηρεσιών αντιπροσώπευε το 56% του ΑΕΠ, η Βιομηχανία το 30,5% και η Γεωργία το 13,5%.
Ο χαρακτήρας αυτός, κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, επέτρεψε μια δυναμική επέκταση των επενδύσεων προς τις βαλκανικές χώρες, μετά την από πτώση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ, που προκάλεσε με τη σειρά της μια παραπέρα διόγκωση του τομέα των Υπηρεσιών. Αντίστοιχα ο τομέας της Βιομηχανίας γνωρίσε σχετική συρρίκνωση, καθώς μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, κυριάρχησαν οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων από τις ασιατικές χώρες με το χαμηλότερο εργατικό κόστος. Η ανάκαμψη μετά το 2015 ακολούθησε κινήθηκε πάνω στις ίδιες ράγες.
Το 2017 ο τομέας των Υπηρεσιών αντιπροσώπευσε το 79,1% του ΑΕΠ, η Βιομηχανία το 16,9% και η Γεωργία μόλις το 4,1%.
-
Προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Οι κλάδοι υπηρεσιών που παρουσιάζουν δυναμική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια εκτός από τον «παραδοσιακό» του τουρισμού, είναι οι υπηρεσίες διαμετακομιστικού κόμβου, των τερματικών σταθμών LNG και της δημιουργίας data centers.
α) Η άμεση οικονομική συνεισφορά του τουρισμού στο ΑΕΠ το 2022 αντιστοιχούσε στο 11,5%, ενώ αν συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του, αντιστοιχεί μεταξύ 25,3% έως 30,5%. Ο τουρισμός έχει εξελιχθεί στον σημαντικότερο παράγοντα της ελληνικής οικονομίας και γίνονται προσπάθειες για την παραπέρα ανάπτυξή του με διεύρυνση της τουριστικής περιόδου στα νησιά και με ενίσχυση ειδικών μορφών (κρουαζιέρα, χειμερινός, συνεδριακός, ιατρικός κλπ.)
Ο θετικός ρυθμός ανάπτυξης του τουρισμού αλλά και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας, οδήγησαν σε αύξηση της ζήτησης εξοχικών κατοικιών για ιδιοκατοίκηση από μεσοαστικά στρώματα ή εκμετάλλευση, αλλά και στην ανάπτυξη ή εκσυγχρονισμό ξενοδοχειακών μονάδων. Θετικά επίσης επηρεάζουν την αγορά του Real Estate η αυξημένη ζήτηση για επαγγελματικά ακίνητα (logistics, γραφεία, καταστήματα, πράσινα-βιοκλιματικά κτίρια). Τον τελευταίο χρόνο οι τιμές στα μεταχειρισμένα ακίνητα άνω των 5 ετών αυξήθηκαν κατά 4,9%, ενώ στα ακίνητα έως 5 ετών η αύξηση εκτινάχτηκε στο 11,5%.
Μεγάλο είναι το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών για την ελληνική αγορά ακινήτων. Τους πρώτους τρεις μήνες του 2023 εισέρρευσαν σχεδόν 500 εκατ. ευρώ, ποσό που είναι αυξημένο κατά 33% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022. Ένα άλλο σημαντικό ποσοστό ξένων αγοραστών επιλέγει την αγορά ακινήτων στην Ελλάδα είτε για παραθεριστικούς λόγους, είτε για μόνιμη παραμονή μετά τη συνταξιοδότησή τους, είτε μισθωτοί εργαζόμενοι που εργάζονται μέσω ίντερνετ (remote workers) ή ακόμη ασκώντας ελεύθερο επάγγελμα (digital nomads). Την πρώτη θέση στους ξένους αγοραστές ακινήτων κατέχει το Ισραήλ και ακολουθούν Κίνα, Γερμανία, Βουλγαρία και Τουρκία.
Παράλληλα τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε δυναμικά η αγορά βραχυχρόνιας μίσθωσης διαμερισμάτων και κατοικιών (Airbnb). Τον περασμένο Ιούλιο η προσφορά ανήλθε σε 153.785 καταλύματα. Αριθμός αυξημένος κατά 7% από τον αντίστοιχο μήνα του 2022.
β) Οι υπηρεσίες διαμετακομιστικού κόμβου την τελευταία δεκαετία σημειώνουν επίσης μια σημαντική ανάπτυξη. Εκτιμάται ότι ο κλάδος της εφοδιαστικής αλυσίδας και των συνδυασμένων μεταφορών συνεισφέρει σήμερα στην ελληνική οικονομία σχεδόν το 10% του ΑΕΠ, παρά την μείωση που σημειώθηκε την περίοδο της πανδημίας. Στον τομέα αυτόν προγραμματίζονται σημαντικές επενδύσεις όπως το «Θριάσιο Εμπορευματικό Κέντρο» που φιλοδοξεί να είναι «το πρώτο έξυπνο και πράσινο logistics park της ΝΑ Ευρώπης» καθώς και η μετεγκατάσταση περίπου 350 εταιρειών logistics από τον Ελαιώνα στη Φυλή. Αυτά προϋποθέτουν παράλληλη ανάπτυξη του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου με συνδέσεις και αναβαθμίσεις στα λιμάνια εισόδου εκτός από του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, της Αλεξανδρούπολης, του Λαυρίου, της Ραφήνας και του Αερολιμένα της Αθήνας. Ωστόσο, η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός του σιδηροδρομικού δικτύου, μέχρι σήμερα σκοντάφτουν στις δομικές αδυναμίες του ελληνικού καπιταλισμού, καθώς απαιτούν ένα τεχνολογικό και οργανωτικό υπόβαθρο που ο τελευταίος δεν έχει κατορθώσει να αποκτήσει.
Εν τω μεταξύ ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία εκτόξευσαν τη ζήτηση για LNG από τις χώρες της Ευρώπης, και αντίστοιχα τις εξαγωγές του από τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα ανέπτυξε τους τερματικούς σταθμούς υποδοχής LNG σε Ρεβυθούσα, Αλεξανδρούπολη και τους σχεδιαζόμενους στους Αγίους Θεοδώρους από την Dioryga Gas και στον Παγασητικό και φιλοδοξεί να αποτελέσει σημαντική πύλη εισόδου LNG για τα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, δεδομένης της γενικά υψηλότερης τιμής του LNG, μια ενδεχόμενη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία με άρση των κυρώσεων προς την Ρωσία και επαναλειτουργία της ροής του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, η σημερινή εικόνα θα ανατραπεί και οι σχετικές εγκαταστάσεις θα κινδυνεύουν να αχρηστευθούν.
γ) Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια γίνεται μια σημαντική προσπάθεια από την κυβέρνηση να προσελκύσει επενδυτές στην Ελλάδα όπως Microsoft, Lamda Hellix, Google και Lancom για κέντρα δεδομένων (data centers), όχι μόνο για να καλυφθούν οι ανάγκες της εγχώριας αγοράς αλλά και για να εξελιχθεί η Ελλάδα σε tech κόμβο για τις αγορές της ΝΑ Ευρώπης και των Βαλκανίων. Εκτός από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη που είναι οι κύριοι πυλώνες για data centers στην Ελλάδα, η Κρήτη αποκτά ενισχυμένο ρόλο στον πανελλαδικό χάρτη των κέντρων δεδομένων. Η εγχώρια αγορά θα επωφεληθεί από τα υποβρύχια καλώδια, τα οποία πρόκειται να συνδέσουν τη χώρα με βασικές παγκόσμιες αγορές και δημιουργείται η προσδοκία η Ελλάδα να αποτελέσει, σε 4 με 5 χρόνια, το νούμερο 2 κόμβο, στη Μεσόγειο, μετά τη Μασσαλία (σήμερα το νούμερο 1) με βάση τη διαθέσιμη χωρητικότητα. Περισσότερα από 15 υποθαλάσσια καλωδιακά συστήματα που υλοποιούνται από μεγάλες εταιρείες της τεχνολογίας ή διεθνείς τηλεπικοινωνιακούς παρόχους, περιλαμβάνουν την Ελλάδα στον σχεδιασμό των επενδύσεών τους. Ενδεικτικά έργα προς την κατεύθυνση αυτή αποτελούν:
Η κατασκευή του υποθαλάσσιου καλωδιακού συστήματος East to Med data Corridor (EMC) από την Saudi Telecom (ο σαουδαραβικός φορέας παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών) συνολικής επένδυσης 1 δις ευρώ που θα ενώσει τη Σαουδική Αραβία με την Ευρώπη μέσω Κρήτης και σε δεύτερη φάση την Σαουδική Αραβία με την Ασία.
Η Grid Telecom σε συνεργασία με την Telecom Egypt έχουν ανακοινώσει τη συμμετοχή τους στη διακλάδωση προς την Κρήτη, του μεγάλου τηλεπικοινωνιακού καλωδίου υπό την ονομασία 2 Africa που θα έχει συνολικό μήκος 45.000 χλμ., θα κάνει το γύρο της Αφρικής και θα περνά από χώρες της Ασίας και της Νότιας Ευρώπης.
Παράλληλα κατασκευή data centers στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη προγραμματίζουν εταιρείες όπως Microsoft, Google, Amazon, Lancom, Cloudrock, Sparkle, Hellas Sat.
-
Οι επιπτώσεις στο εργατικό δυναμικό
Η αυξανόμενη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τους παραπάνω κλάδους των υπηρεσιών, την καθιστά εξαιρετικά ευαίσθητη και ευάλωτη στους διεθνείς εξωγενείς παράγοντες όπως χρηματοπιστωτικές διακυμάνσεις, ενεργειακή κρίση, κλιματική κρίση, πανδημίες κλπ.
Το εργατικό δυναμικό αναπροσαρμόστηκε αναγκαστικά σε αυτόν τον προσανατολισμό της οικονομίας. Το 2021 από τα 3,928 εκ. απασχολούμενους/ες, στο εμπόριο απασχολούνταν 696.900, στο δημόσιο 560.000, στον τουρισμό 324.500, στην υγεία 283.000, στις κατασκευές 141.800 [δηλαδή συνολικά στον τομέα των Υπηρεσιών και στις κατασκευές 2.005.400 ή ποσοστό 51%]. Στη μεταποίηση 390.000 [ποσοστό 9,9%]. Στον πρωτογενή τομέα 446.000 [ποσοστό 11,3%].
Η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία, το φθινόπωρο, μειώθηκε περίπου στο 10% του εργατικού δυναμικού, σημειώνοντας μείωση σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο (12%) και σε σχέση με το 28,1% στο αποκορύφωμα της κρίσης του 2013 και πλησιάζοντας το ποσοστό του 2009. Ωστόσο το ποσοστό αυτό εξακολουθεί παραμένει το υψηλότερο της Ευρωζώνης μετά την Ισπανία και πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,9%). Επιπλέον το σύνολο των απασχολούμενων που ανήλθε σε 4.226.711 άτομα είναι μικρότερο κατά 360.000 από το σύνολο των απασχολούμενων το 2009 που ήταν 4.546.600. Ακόμη όμως σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι οι σημερινές προσφερόμενες θέσεις εργασίας στην πλειοψηφία τους είναι χαμηλότερου επιπέδου εξειδίκευσης, εποχιακές ή «εργολαβικές»-προσωρινές και πολύ χαμηλότερων αμοιβών:
α) Στον τουρισμό, η απασχόληση στα Καταλύματα και την Εστίαση σημείωσε μια διαρκή αύξηση την περίοδο 2013-2022, με μέσο ετήσιο. ρυθμό +4,2%. Η τάση αυτή ανακόπτεται τα έτη 2020 και 2021, λόγω της πανδημίας (-15,0% η απασχόληση το 2021 σε σύγκριση με το 2019), για να ανακάμψει το 2022 σχεδόν στα επίπεδα του 2019 (-1,4%, από 381,9 χιλ. το 2019 σε 376,7 χιλ. το 2022). Η απασχόληση στον τουρισμό χαρακτηρίζεται από την προσωρινή εποχιακή εργασία της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων και τις σχετικά χαμηλές απαιτήσεις εξειδίκευσης.
Παράλληλα η άνοδος του τουρισμού έδωσε την ευκαιρία δημιουργίας πλήθους νέων μικρών επιχειρήσεων στην εστίαση, στη διασκέδαση και σε καταστήματα τουριστικών και συναφών ειδών που μαζί με την ανάπτυξη του Airbnb, βοήθησαν στην ενίσχυση των μικροαστικών στρωμάτων μικρών επιχειρηματιών και μικροϊδιοκτητών.
β) Οι αναπτυσσόμενοι τομείς του διαμετακομιστικών κέντρων και των data centers, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην αυτοματοποίηση, ενώ η τεχνολογία εισάγεται αυτούσια από το εξωτερικό. Επομένως ο μεγαλύτερος αριθμός των μόνιμα εργαζόμενων είναι και εδώ χαμηλής ειδίκευσης ενώ ένας σχετικά μικρός αριθμός υψηλότερης ειδίκευσης ασχολείται με τη συντήρηση, τις ειδικότερες επιμέρους εφαρμογές του λογισμικού και τον χειρισμό του εξοπλισμού
Μεγάλο μέρος των εργαζομένων στους τομείς των νέων Υπηρεσιών, δεν προσλαμβάνονται πλέον απευθείας από τους εργοδότες αλλά εξασφαλίζεται με τη διαμεσολάβηση «εργολάβων».
Το εργατικό δυναμικό πρέπει επομένως να βρίσκεται σε ένα καθεστώς ρευστότητας και εργασιακής ανασφάλειας προκειμένου να μπορεί να ανταποκρίνεται χωρίς αντιστάσεις στις μεταβαλλόμενες επιλογές της εργοδοσίας. Προς την κατεύθυνση αυτή εργάστηκε με σχετική άνεση η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, εκμεταλλευόμενη την υποχώρηση του εργατικού κινήματος μετά το 2015 και ολοκλήρωσε η κυβέρνηση της ΝΔ, αναπροσαρμόζοντας την εργατική νομοθεσία προς όφελος των «ευέλικτων» επενδύσεων του κεφαλαίου.
Προσπάθειες συνδικαλιστικής οργάνωσης στους νέους αναπτυσσόμενους τομείς, μέσα σε όλα τα νέα εργασιακά περιβάλλοντα, εξακολουθούν να γίνονται αδιάκοπα από την πρωτοπορία των εργαζομένων. Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκαν δύο επιτυχημένα παραδείγματα συνδικαλιστικής οργάνωσης και εργατικών κινητοποιήσεων:
α) Τον Οκτώβριο του 2021, μετά από τον θάνατο τους εργάτη Δημήτρη Δαγκλή στις εγκαταστάσεις της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, ακολούθησε μια υποδειγματική απεργία των «εργολαβικών» εργαζόμενων που συγκροτήθηκαν συνδικαλιστικά, απαίτησαν και κέρδισαν μια βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των μέτρων ασφάλειας.
β) Στην ίδια κατεύθυνση οι ντελιβεράδες-κούριερ, μετά το 2019, ευνοημένοι από τις συνθήκες της καραντίνας, κατόρθωσαν να συγκροτηθούν συνδικαλιστικά πανελλαδικά και να πραγματοποιήσουν μια σειρά επιτυχημένων απεργιακών κινητοποιήσεων.
Είναι φανερό ότι για την αποτελεσματικότητα των εργατικών αγώνων που αναπόφευκτα θα έρθουν το επόμενο χρονικό διάστημα, πολύ σημαντικό ρόλο θα παίξει η οργάνωση και συμμετοχή εργαζομένων σε κρίσιμες θέσεις της λειτουργίας των επιχειρήσεων που βασίζονται στην αυτοματοποίηση και τις νέες τεχνολογίες.
-
Το Δημόσιο Χρέος
Η Νέα Δημοκρατία παραλαμβάνοντας την κυβέρνηση το 2019, σε μια «στρωμένη» από τον ΣΥΡΙΖΑ κοινωνική και νομοθετική κατάσταση, αξιοποίησε στο έπακρο αυτές τις δυνατότητες για να διατηρήσει την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας των κεφαλαίων. Το ΑΕΠ εξακολούθησε να σημειώνει αύξηση, ξεπερνώντας την σχετική κάμψη που σημειώθηκε το 2020 λόγω των συνεπειών της πανδημίας. Το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε στις διαδοχικές «αναβαθμίσεις» της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης. Τα χαμηλά τραπεζικά επιτόκια την πρώτη κυβερνητική περίοδο επέτρεπαν στην κυβέρνηση να καλύπτει τις τρέχουσες ανάγκες της καταφεύγοντας συστηματικά στον εξωτερικό δανεισμό.
Το μέγεθος του Δημόσιου Χρέους, εξακολουθούσε να αυξάνεται λόγω του συνεχιζόμενου δανεισμού. Ωστόσο το ΑΕΠ αυξανόταν περισσότερο, με συνέπεια τη σημαντική μείωση τα δύο τελευταία χρόνια του ποσοστού του Δημόσιου Χρέους προς το ΑΕΠ (το 2023 μειώθηκε στο 168,3% του ΑΕΠ από 171,3% που ήταν στο δ’ τρίμηνο του 2022 και 189,4% πριν από ένα έτος). Ωστόσο το ποσοστό αυτό εξακολουθεί να παραμένει το υψηλότερο της Ευρώπης και η δέσμευση που έχει αναληφθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις είναι ότι αυτό θα πρέπει να μειωθεί δραστικά τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η ραγδαία αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων από τις αρχές χρόνου, με την εγκατάλειψη από τις κεντρικές τράπεζες της πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, στενεύει διαρκώς τα περιθώρια δανεισμού και καθιστά την εξυπηρέτηση του Δημόσιου Χρέους όλο και πιο προβληματική.
Από τον Σεπτέμβριο του 2021, ο πληθωρισμός άρχισε να καλπάζει και να ροκανίζει τους μισθούς και τα μεροκάματα. Τον περασμένο Οκτώβριο, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, σημειώθηκε αύξηση του Γενικού ΔΤΚ κατά 3,4%, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ΔΤΚ του Οκτωβρίου 2022. Ο μέσος ΔΤΚ του δωδεκαμήνου Νοεμβρίου 2022 – Οκτωβρίου 2023, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο Δείκτη του δωδεκαμήνου Νοεμβρίου 2021 – Οκτωβρίου 2022, παρουσίασε αύξηση 4,2%, έναντι αύξησης 9,2% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του δωδεκαμήνου Νοεμβρίου 2021 – Οκτωβρίου 2022 με το δωδεκάμηνο Νοεμβρίου 2020 – Οκτωβρίου 2021. Οι αυξήσεις στα τρόφιμα και στα είδη πρώτης ανάγκης των λαϊκών νοικοκυριών είναι πολύ μεγαλύτερες.
Οι αυξήσεις στον κατώτατο ημερομίσθιο που εξήγγειλε πανηγυρικά η νέα κυβέρνηση τα ΝΔ είχαν ήδη εξανεμισθεί προ πολλού από τον πληθωρισμό που καλπάζει από το φθινόπωρο του 2021. Η ΝΔ προεκλογικά προσπάθησε να αντιμετωπίσει την λαϊκή δυσφορία για την διαρκή συρρίκνωση των εισοδημάτων, με τις εφάπαξ «στοχευμένες» επιδοτήσεις. Καθώς ο πληθωρισμός καλπάζει και τα δημοσιονομικά περιθώρια της κυβέρνησης στενεύουν, οι εφάπαξ επιδοτήσεις μοιάζουν όλο και περισσότερο με καθαρή κοροϊδία, όπως ο χριστουγεννιάτικος μποναμάς των 350 εκ. που θα μοιραστεί σε 2,3 εκατομμύρια «ευάλωτους».
-
Το Ιδιωτικό Χρέος
Το ιδιωτικό ληξιπρόθεσμο χρέος (τον περασμένο Μάιο) έχει εκτοξευτεί στα 260 δισ. ευρώ, ενώ σαν ποσοστό του αυξανόμενου ΑΕΠ παρέμεινε σταθερό περίπου στο 120% κατά την περίοδο 2019-2020. Η κατανομή του είναι :
Χρέη σε εφορία 113,7 δισ., Οφειλές σε ΕΦΚΑ 45,67 δισ., «κόκκινα» δάνεια σε funds 87 δισ., μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε τράπεζες 13,2 δισ.
Σχεδόν 4 εκατομμύρια πολίτες έχουν οφειλές στην εφορία, με περίπου 2 εκατομμύρια να κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, δηλαδή κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, ενώ το 40% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ακόμη, σε 1.412.322 έχουν ληφθεί αναγκαστικά μέτρα είσπραξης (κατασχέσεις και πλειστηριασμοί), οι οφειλέτες στους οποίους δύναται να ληφθούν αναγκαστικά μέτρα φτάνουν 2.036.867, ενώ το 2022 επιβλήθηκαν 518.622 αναγκαστικά μέτρα είσπραξης οφειλών (κατασχέσεις και πλειστηριασμοί), με τον αριθμό να καταγράφει αύξηση κατά 104,9% σε σχέση με το 2021 (253.083).
Σύμφωνα με αστούς αναλυτές το αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος αποτελεί μια «βραδυφλεγή βόμβα» στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας και αποτυπώνει την αδυναμία και τη σαθρότητα της οικονομικής ανάπτυξης καθώς αφορά τόσο τα λαϊκά νοικοκυριά όσο και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
-
Ελληνοτουρκικές Σχέσεις
Ο ανταγωνισμός των δύο αστικών τάξεων από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έχει αναζωπυρωθεί πέρα από τις ιστορικές διαφορές (Κυπριακό, μειονότητα της Θράκης), καθώς η ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου και στο Αιγαίο, αλλά και η ενδεχόμενη διέλευση αγωγών πετρελαίων από τα κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής, έδωσε στις περιοχές αυτές ένα νέο δυνητικό οικονομικό ενδιαφέρον.
Παρά το γεγονός ότι η τουρκική οικονομία περνά περιοδικά βαθιές κρίσεις και από το 2018 έχει βυθιστεί σε ύφεση με υψηλό πληθωρισμό, παραμένει πολύ μεγαλύτερου μεγέθους (τριπλάσιου) από την ελληνική. Το 2023 η τουρκική οικονομία είναι η 17η μεγαλύτερη στον κόσμο και η 7η στην Ευρώπη με προβλεπόμενο ΑΕΠ 1,154 τρις. δολ. για το 2023 (έναντι 0,906 για το 2022 και 1,186 για το 2021). Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι το κατά κεφαλή ΑΕΠ της Τουρκίας για το 2023 εκτιμάται σε 13.330 δολ. έναντι του αντίστοιχου 23.173 της Ελλάδας που υποδηλώνει το χαμηλότερο επίπεδο των συνθηκών και του επιπέδου διαβίωσης της πλειοψηφίας του τουρκικού πληθυσμού. Εκτός από τον μεγάλο αγροτικό τομέα και τον τομέα των κατασκευαστικών εταιρειών που προωθήθηκε συστηματικά από την κυβέρνηση Ερντογάν, έχει σημαντική ανάπτυξη στη βιομηχανία καθώς το χαμηλό εργατικό κόστος προσφέρονταν για επενδύσεις τόσο του ντόπιου όσο και του ξένου κεφαλαίου.
Η γεωπολιτική θέση της Τουρκίας ενισχύθηκε με τους πολέμους στη Συρία, στην Ουκρανία και την κρίση στη Μέση Ανατολή, χάρις στη σχετική αυτονόμηση της εξωτερικής της πολιτικής από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ που επιτρέπει στην κυβέρνηση Ερντογάν να προβάλλεται σαν ένας παγκόσμιος παίκτης και ρυθμιστικός διαμεσολαβητικός παράγοντας. Εν μέρει εγκαταλείποντας τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό, η τουρκική αστική τάξη φαίνεται να προσβλέπει όλο και περισσότερο προς τον υπό διαμόρφωση πόλο των BRICS και να διεκδικεί μια ηγετική θέση στις μουσουλμανικές χώρες της Μέσης Ανατολής και της ΝΔ Ασίας.
Μετά την 7η Οκτωβρίου και την βάρβαρη εισβολή του ισραηλινού στρατού στη Γάζα, η κυβέρνηση Ερντογάν άδραξε την ευκαιρία για να προβάλλει την Τουρκία ως μια ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου. Καταγγέλλει ανοιχτά το Ισραήλ και τις ΗΠΑ για τις βαρβαρότητες που διαπράττονται στη Γάζα, απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από την πολιτική των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και ΕΕ και αυτονομείται σε τέτοιο βαθμό ώστε να προσεγγίζει το Ιράν. Tο κύρος της σαν ρυθμιστικός παράγοντας στην περιοχή αυξάνεται καθώς αυτοπροβάλλεται ως εγγυήτρια δύναμη σε μια λύση του Παλαιστινιακού.
Από την άλλη πλευρά, η γεωπολιτική θέση και το μέγεθος της Τουρκίας είναι τόσο σημαντικά, ώστε οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ διστάζουν όχι μόνο να διαρρήξουν τις σχέσεις τους, αλλά ακόμη και να αντιπαρατεθούν μετωπικά στην πολιτική του Ερντογάν.
Αντίθετα το κύρος των ελληνικών κυβερνήσεων και η θέση της ελληνικής αστικής τάξης μετά την κρίση της δεκαετίας του 2010, υποβαθμίστηκε σαν ρυθμιστικός παράγοντας στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η εξωτερική της πολιτική ταυτίσθηκε απόλυτα με τις στρατηγικές επιλογές των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Η ένταση μεταξύ των δύο χωρών, τα προηγούμενα χρόνια, διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο καθώς η διεθνής οικονομική συγκυρία έφερε πιο κοντά την πιθανότητα μεσοπρόθεσμης αξιοποίησης των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (ΑΟΖ στο Αιγαίο) ή την διέλευση υποθαλάσσιων αγωγών μεταφοράς ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο (Τουρκολυβικό Σύμφωνο και Ελληνοαιγυπτιακό Σύμφωνο).
Ο ανταγωνισμός έχει οδηγήσει σε μια κούρσα εξοπλιστικών δαπανών εντελώς δυσανάλογων τουλάχιστον για το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΝΑΤΟ για το 2022 η Ελλάδα δαπάνησε για την άμυνά της το υψηλότερο παγκοσμίως ποσοστό του ΑΕΠ (3,54%) έναντι 3,46% των ΗΠΑ. Οι δαπάνες για εξοπλισμό αντιπροσώπευσαν το 45,3% των συνολικών αμυντικών δαπανών, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μετά την Ουγγαρία (48%).
Η συντήρηση ενός κλίματος έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, στο εσωτερικό τροφοδοτεί την εθνικιστική προπαγάνδα και την συναίνεση από τα λαϊκά στρώματα των υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών ως αναγκαίων, αλλά και την καλλιέργεια ενός φιλο-μιλιταριστικού πνεύματος που δεν υπήρχε τουλάχιστον κατά τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης.
Το μεταναστευτικό αποτέλεσε ένα άλλο ζήτημα διαρκούς έντασης ανάμεσα στις κυβερνήσεις των δύο χωρών. Από τα τέλη του 2014 η είσοδος προσφύγων και μεταναστών από τα παράλια της Τουρκίας προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, κυρίως Σύρων από τις περιοχές του πολέμου, αλλά και από άλλες χώρες που πλήττονται από πολέμους και τις συνέπειες της οικονομικής και της επιδεινούμενης κλιματικής κρίσης, αυξάνονταν διαρκώς.
Στις 28 Φεβρουαρίου 2020 η τουρκική κυβέρνηση, μετά το πλήγμα που υπέστη στο Ιντλίμπ και εκβιάζοντας ανταλλάγματα από την ΕΕ άνοιξε τα σύνορα στον Έβρο αφήνοντας να περάσουν χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που συνάντησαν την γενική κινητοποίηση του ελληνικού στρατού, της αστυνομίας, συνοριοφυλάκων και ένοπλων ομάδων εθελοντών κατοίκων της παραμεθόριας περιοχής. Η ελληνική κυβέρνηση ονόμασε το κύμα των κατατρεγμένων «ασύμμετρη απειλή», και το αξιοποίησε προπαγανδιστικά προκειμένου να οχυρώσει ακόμα περισσότερο την Ευρώπη-φρούριο προχωρώντας απρόσκοπτα στην επέκταση του φράχτη του Έβρου, στην κατασκευή των «κλειστών κέντρων υποδοχής» στα νησιά και στην γενικευμένη, συστηματική εφαρμογή της τακτικής των «επαναπροωθήσεων».
Το μεταναστευτικό, μετά το 2014, εκτός από μόνιμη πηγή προστριβών και εντάσεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας αποτελεί ένα βασικό αντικείμενο εκμετάλλευσης για την προπαγάνδα της δεξιάς που δηλητηριάζει την ελληνική κοινωνία με ξενοφοβία και μισαλλοδοξία.
-
Προσωρινή αλλαγή του σκηνικού
Η απομάκρυνση της Τουρκίας από την πολιτική των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ, αφήνει περιθώρια στην ελληνική αστική τάξη να ελπίζει ότι μπορεί να διεκδικήσει το σχετικό κενό. Αναλαμβάνει με ζήλο τον ρόλο του πιο πιστού εταίρου και τοποτηρητή της πολιτικής των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ. Παραχωρεί πρόθυμα κάθε δυνατή διευκόλυνση στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Πιστεύει έτσι ότι οι διεκδικήσεις που προβάλλει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο έναντι της Τουρκίας θα βρίσκουν την υποστήριξη των ισχυρών συμμάχων της. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, εκδηλώνεται ως ένας από τους θερμότερους ευρωπαίους υποστηρικτές της ακροδεξιάς ουκρανικής κυβέρνησης του Ζελένσκι, πρωτοστατώντας σε πρωτοβουλίες για την οικονομική και στρατιωτική της στήριξη από την ΕΕ.
Συμμετέχει με αποστολή πολεμικών πλοίων στην αμερικανική επιτήρηση της περιοχής για να εξασφαλισθούν τα νώτα του ισραηλινού στρατού στη Γάζα. Την ώρα που κορυφώνονταν οι βομβαρδισμοί γενοκτονίας του πληθυσμού της Γάζας, ο Μητσοτάκης επισκέφθηκε ανενδοίαστα το Ισραήλ για να δηλώσει τη στήριξή του στο σιωνιστικό κράτος και στο «δικαίωμά του στην αυτοάμυνα». Καθώς εκδηλώθηκε ένα μαχητικό, παγκόσμιο κύμα διαμαρτυρίας για τις φρικαλεότητες που διαπράττει ο ισραηλινός στρατός που ανάγκασε τις δυτικές κυβερνήσεις να μετατοπίσουν κάπως τη ρητορεία τους, η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε με υποκρισία και δηλώνει την πρόθεσή της για αποστολές δήθεν ανθρωπιστικής βοήθειας στους εγκλωβισμένους της Γάζα, ενώ ταυτόχρονα, στην πράξη συμβάλλει στον αφανισμό τους.
Η απόλυτη ταύτιση της κυβέρνησης της ΝΔ με την πολιτική των ΗΠΑ, την απομονώνει από τις χώρες του αναδυόμενου πόλου των BRICS. Καθώς όμως υπάρχουν σημαντικά συμφέροντα της αστικής τάξης που στηρίζονται στις σχέσεις με αυτές τις χώρες, η κυβέρνηση προσπαθεί να αποφύγει τις οικονομικές επιπτώσεις αυτής της πολιτικής, πολλαπλασιάζοντας τις διπλωματικές επισκέψεις στις Αραβικές χώρες ενώ ο Μητσοτάκης αιφνιδιαστικά επισκέφτηκε την Κίνα.
Στο πλαίσιο, της προσπάθειας ελαχιστοποίησης των οικονομικών επιπτώσεων από τις επιλογές εξωτερικής της πολιτικής της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει την επίτευξη προσωρινών έστω συμφωνιών με την Τουρκία σε «δευτερεύοντα» ζητήματα (εμπόριο, τουρισμός). Η επίλυση των κύριων διαφορών μεταξύ των δύο αστικών τάξεων (μια επίλυση του τύπου «Πρέσπες του Αιγαίου»), είναι ουσιαστικά ανέφικτη, καθώς στο εσωτερικό κάθε αστικής τάξης υπάρχουν βαθιές διαφορές και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Όσο σημαντικά και αν είναι π.χ. τα οφέλη από τον τουρισμό και το εμπόριο για μια μερίδα των αστικών τάξεων, τα αναμενόμενα οφέλη από μια μεγάλη εξόρυξη υδρογονανθράκων αφορούν μια άλλη ισχυρότερη μερίδα (ναυτιλία, διυλιστήρια).
Μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου, ξεκίνησαν οι συνομιλίες για τα «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» που δεν αγγίζουν τα «καυτά» ζητήματα, όπως αυτά της ΑΟΖ των νησιών του Αιγαίου ή του Τουρκολυβικού Συμφώνου. Η επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα που προγραμματίζεται για τις αρχές Δεκεμβρίου εντάσσεται προφανώς σε αυτή την προσπάθεια, παρά τους κινδύνους που εγκυμονεί να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια που φαίνεται να επιθυμεί η κυβέρνηση.
Η Τουρκία από τη πλευρά της, έχοντας ανοίξει πολλαπλά μέτωπα διπλωματικής και στρατιωτικής παρέμβασης στη Μέση Ανατολή και στη Νοτιοδυτική Ασία, δεν επιθυμεί αυτή την περίοδο μια όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Η «διπλωματία των σεισμών» που εγκαινιάσθηκε με την ελληνική βοήθεια προς τους σεισμόπληκτους της Νότιας Τουρκίας από τους σεισμούς του περασμένου Φεβρουαρίου, έδωσαν το πρόσχημα για μια αλλαγή της εκατέρωθεν επιθετικής ρητορείας.
Μεσοπρόθεσμα, είναι βέβαιο ότι η Τουρκία θα αποκτά όλο και μεγαλύτερα διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά ερείσματα στην περιοχή. Η ελληνική αστική τάξη θα παραμείνει προσκολλημένη στη θέση του πιστού τοποτηρητή του δυτικού ιμπεριαλισμού, διακινδυνεύοντας τις παραδοσιακές σχέσεις της τουλάχιστον με τις χώρες του Αραβικού κόσμου της Μέσης Ανατολής.
Η εγχώρια πολιτική κατάσταση
-
Η ΝΔ διατηρεί το εκλογικό προβάδισμα στις εκλογές Μαΐου-Ιουνίου
Οι διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του τελευταίου εξαμήνου (οι βουλευτικές του περασμένου Μαΐου και του Ιουνίου, οι διπλές Περιφερειακές-Δημοτικές του Οκτωβρίου), αποτύπωσαν ένα άνετο εκλογικό προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα κατέδειξαν ότι η εκλογική αυτή επιττυχία εδράζεται σε μια εξαιρετικά ασταθή βάση.
Στις εκλογές του Μαΐου, η ΝΔ κατόρθωσε να αυξήσει οριακά τα εκλογικά ποσοστά της, σε σχέση με τις εκλογές του 2019 (από 39,85% σε 40,79%) αλλά και τις ψήφους της από 2.251.618 σε 2.407.590.
Μετά από μια κυβερνητική θητεία κατά τη διάρκεια της οποίας εφάρμοσε την ακραία νεοφιλελεύθερη αντεργατική πολιτική της, νομοθέτησε και εφάρμοσε μια σειρά πρωτοφανών αντεργατικών νόμων, άφησε ανεξέλεγκτη την κερδοσκοπία στα τρόφιμα, το ρεύμα και τα καύσιμα, αναδείχθηκε η ανεπάρκεια της διαχειριστικής της ικανότητας, ο κυνισμός και η υποκρισία του πολιτικού προσωπικού της. Ενώ ήταν νωπές ακόμη οι εντυπώσεις από το εκρηκτικό κύμα κινητοποιήσεων και οργής που σάρωσε τη χώρα τον περασμένο Μάρτιο, μετά από το «έγκλημα των Τεμπών», η άνετη εκλογική νίκη έρχονταν σε αντίθεση με τις λαϊκές διαθέσεις που διαπίστωναν και τα ίδια τα στελέχη της ΝΔ σε κάθε επαφή τους με λαϊκά ακροατήρια.
Μετά από ένα μήνα και ενώ μεσολάβησε το προκλητικό κουκούλωμα των ευθυνών του λιμενικού για το πολύνεκρο ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου, οι επαναληπτικές του Ιουνίου με πλειοψηφικό επιβεβαίωσαν το εκλογικό προβάδισμα της ΝΔ (40,56%), χωρίς όμως να κερδίζει κάποια επιπλέον αύξηση που λογικά θα αναμενόταν λόγω της βεβαιότητας της επανόδου της στην κυβέρνηση.
-
Η αστάθεια του πολιτικού συστήματος και τα όρια της εκλογικής απήχησης της ΝΔ
Τον Αύγουστο σημειώθηκαν οι καταστροφικές πυρκαγιές σε Ρόδο και Έβρο, τον Σεπτέμβριο οι πρωτοφανείς πλημμύρες στη Θεσσαλία, που δεν άφηναν καμιά αμφιβολία για τις ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης, όπως και των προηγούμενων, για την άθλια διαχείριση των έργων, την ανικανότητα και τη διαφθορά του πολιτικού προσωπικού.
Στις 7 Αυγούστου η δολοφονία του Μιχάλη Κατσούρη από τους ναζί-οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων, αποκάλυψε για μια ακόμη φορά, την προκλητική στάση ανοχής των κατασταλτικών μηχανισμών απέναντι στις ναζιστικές συμμορίες.
Τον Σεπτέμβριο, η εν ψυχρώ δολοφονία του Αντώνη Καρυώτη, στον καταπέλτη του πλοίου Blue Star, θα προκαλέσει μεγάλη συγκίνηση στην κοινή γνώμη και θα φωτίσει για άλλη μια φορά την ασυδοσία και τον κυνισμό της εφοπλιστικής εργοδοσίας καθώς και τις ευθύνες του λιμενικού.
Ωστόσο ο πρώτος γύρος των Περιφερειακών-Δημοτικών εκλογών του Οκτωβρίου, επιβεβαίωσε το εκλογικό προβάδισμα της ΝΔ, καθώς οι υποστηριζόμενοι καθαρόαιμοι κομματικοί υποψήφιοι περιφερειάρχες ήρθαν πρώτοι σε ψήφους και ποσοστά στις δέκα από τις δεκατρείς περιφέρειες και στους δύο μεγάλους δήμους της χώρας. Τα αποτελέσματα αυτά προκάλεσαν στον Μητσοτάκη ένα παραλήρημα αλαζονείας.
Αυτή η φαινομενικά θριαμβευτική για τη ΝΔ εικόνα των εκλογικών αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των περιφερειακών, στον δεύτερο γύρο εν μέρει ανατράπηκε. Το κύρος της κυβέρνησης και του Μητσοτάκη προσωπικά, υπέστησαν ένα σοβαρό πλήγμα, καθώς τελικά σε τέσσερες περιφέρειες αναδείχθηκαν «αντάρτες» και σε δύο υποστηριζόμενοι από την αντιπολίτευση, αποτυπώνοντας έτσι την ρευστότητα της εκλογικής της βάσης και τη γενικότερη λαϊκή δυσφορία. Ακόμη πιο ισχυρά αποτυπώθηκε η λαϊκή δυσφορία και αποστροφή προς το πολιτικό σύστημα, με την τεράστια αποχή: η συμμετοχή έφτασε στο 52,53% στον πρώτο γύρο, για να σημειώσει το αρνητικό ρεκόρ 35,16% στον δεύτερο.
Η ανατροπή υπήρξε ακόμη πιο αναπάντεχη για τη ΝΔ στους δύο μεγαλύτερους δήμους της χώρας και ιδιαίτερα στον δήμο της Αθήνας, όπου το προβάδισμα του Μπακογιάννη φαινόταν ακλόνητο. Η εκλογή δύο σχετικά άγνωστων προσώπων στους δύο μεγάλους δήμους (Δούκα και Αγγελούδη), όπως επίσης του μάλλον άγνωστου Κουρέτα στην περιφέρεια της Θεσσαλία, δεν αποτυπώνει μόνο την αστάθεια της εκλογικής βάσης της ΝΔ, αλλά αποτελεί μια ακόμη σαφή ένδειξη της αστάθειας του συνολικού πολιτικού συστήματος.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις, ανέκτησε αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να συνεχίσει την αντεργατική επίθεση με την νομοθέτηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, την παραπέρα διάλυση του ΕΣΥ προς όφελος των ιδιωτικών επενδύσεων στην υγεία, την καθιέρωση των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Η μείωση της φορολογίας των εισοδημάτων υπήρξε μια από τις βασικές προεκλογικές υποσχέσεις της ΝΔ. Αυτή έγινε πραγματικότητα σύμφωνα με την κυβέρνηση, με μια σειρά πρόσθετων φοροαπαλλαγών για τις επιχειρήσεις και τους μεγάλους ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας. Επιπλέον απέφυγε να εφαρμόσει μέτρα για την πάταξη της φοροδιαφυγής που ευδοκιμεί κυρίως στα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης.
Καθώς όμως η δημοσιονομική στενότητα προβλέπεται να επιδεινωθεί το 2024, εξήγγειλε τον Νοέμβριο το φορολογικό νομοσχέδιο για την «οριζόντια» φορολόγηση του «τεκμαρτού εισοδήματος» των αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρηματιών. Με την φορολογική επίθεση του Νοεμβρίου στα κατώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, δηλαδή στα στρώματα που συνιστούν τον κορμό του εκλογικού της ακροατηρίου, αποκάλυψε την αγωνία της για την επιδεινούμενη δημοσιονομική στενότητα.
-
Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ
Το μέγεθος της πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ από το 31,53% και τους 1.781.057 ψήφους που είχε λάβει το 2019, στο 20,07% και 1.184.330 των εκλογών του Μαΐου, δεν είχε επίσης προβλεφθεί από κανέναν πολιτικό αναλυτή. Ένα μήνα αργότερα, οι εκλογές του Ιουνίου, επιβεβαίωσαν την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ με παραπέρα συρρίκνωση στο 17,83% και στους 930.013 ψήφους.
Επιβεβαιώθηκε η ανυπαρξία σταθερών κομματικών δομών και δεσμών του ΣΥΡΙΖΑ με τα λαϊκά στρώματα. Η σχέση του με την εργατική τάξη την περίοδο της ανόδου του 2012-15, ήταν εκλογική και όχι οργανική-οργανωτική. Βασίστηκε στις προεκλογικές υποσχέσεις για μια ανώδυνη έξοδο από τα μνημόνια.
Στο εσωτερικό του κόμματος, η ηγεσία Τσίπρα, φρόντισε να απαλλαγεί έγκαιρα από τα ριζοσπαστικά στοιχεία και κατόρθωσε την κυβερνητική περίοδο 2015-19 να ολοκληρώσει την εφαρμογή του μνημονιακού προγράμματος χωρίς σημαντικές εσωτερικές τριβές. Έτσι όμως ανάλωσε το κύρος και την αξιοπιστία της προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο της σταθεροποίησης του αστικού καθεστώτος. Η πολιτική φθορά της δεν εμφανίστηκε σε όλη της την έκταση στις εκλογές του 2019, καθώς η νέα υπόσχεση του για «φιλολαϊκή» κυβερνητική διαχείριση μετά την έξοδο από τα μνημόνια, εύρισκε ακόμη απήχηση στα λαϊκά στρώματα.
Την περίοδο 2019-23, έγινε φανερή η απουσία εναλλακτικής πολιτικής πρότασης απέναντι στην διακυβέρνηση της ΝΔ. Η αντιπολιτευτική τακτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε βασικά στις καταγγελίες της ΝΔ για σκάνδαλα και κακοδιαχείριση. Όχι μόνο δεν έκανε καμιά προσπάθεια κινηματικής αντιπολίτευσης απέναντι στα μέτρα της αντεργατικής και νεοφιλελεύθερης αντικοινωνικής πολιτικής της ΝΔ, αλλά και όπου είχε κάποια συνδικαλιστική παρουσία, λειτούργησε πυροσβεστικά σε κάθε προοπτική κλιμάκωσης των αγώνων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, στα μάτια των μαζών, αποτελούσε πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτικού συστήματος που ευθύνεται για την κρίση και εφάρμοσε τα μνημόνια.
Ανίκανη να αναγνωρίσει τα πραγματικά αίτια της εκλογικής κατάρρευσης, η ηγετική ομάδα τις αναζήτησε στην προεκλογική τακτική (απλή αναλογική με προοπτική μετεκλογικής συνεργασίας με το απρόθυμο ΠΑΣΟΚ) και επέρριψε τις ευθύνες στον Τσίπρα, τον μέχρι τότε αδιαμφισβήτητο ηγέτη. Όμως με τις πρώτες δειλές, δημόσιες εκδηλώσεις αυτής της αμφισβήτησης, ο μεγάλος ηγέτης εγκατέλειψε το σκάφος ακυβέρνητο.
Η ουσιαστική ανυπαρξία του ΣΥΡΙΖΑ στις περιφερειακές-δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου δεν σχετίζεται με την εκλογή του Κασσελάκη, αλλά με την διαχρονική οργανωτική του αδυναμία και την απουσία σοβαρών δεσμών του με τις τοπικές κοινωνίες, τον συνδικαλισμό και τα κοινωνικά κινήματα. Στο δήμο της Αθήνας η αναγκαστική επιλογή του να στηρίξει στο δεύτερο γύρο τον υποψήφιο του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια κεντρική συμφωνία, αποτελεί ένα προμήνυμα της παραπέρα πολιτικής του περιθωριοποίησης.
-
Η κρίση της διαδοχής και οι αποχωρήσεις
Η αποχώρηση του Τσίπρα αιφνιδίασε το κόμμα. Η εσωκομματική κρίση μέχρι τότε υπέβοσκε καθώς δεν είχε ανοίξει κάποια προσυνεδριακή συζήτηση. Η ομάδα Αχτσιόγλου, αντί να επιδιώξει αυτή την προσυνεδριακή συζήτηση, εκβίασε την άμεση προσφυγή στην διάτρητη διαδικασία της εκλογής νέου αρχηγού «από τη βάση», πιστεύοντας ότι είναι μια διαδικασία που την ελέγχει. Η αναπάντεχη εμφάνιση του Κασσελάκη, οδήγησε στο ανεξέλεγκτο ξεχείλωμα της κομματικής «βάσης των μελών των δύο ευρώ» και στην πανηγυρική ανατροπή των σχεδιασμών.
Η προτίμηση της πλειοψηφίας της «βάσης» προς μια μέχρι χθες άγνωστη περσόνα, μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από την απογοήτευση των μικροαστικών κυρίως στρωμάτων προς το κοινοβουλευτικό σύστημα και την αποστροφή τους προς τους πολιτικούς που διαχειρίστηκαν την κρατική μηχανή και εφάρμοσαν τα μνημόνια. Για τους ίδιους λόγους που μια μεγάλη μερίδα γύρισε την πλάτη στις εκλογές, ψήφισε ακροδεξιά κόμματα ή ακόμη προτίμησε τους «αντάρτες» της ΝΔ.
Απέναντι στα φληναφήματά του Κασσελάκη για ιντερνετικά ανοίγματα στην κοινωνία, διανομή μετοχών στους εργαζόμενους, κοινωνική ειρήνη και αλληλεγγύη των νοικοκυραίων, φοροαπαλλαγές μικρομεσαίων, επιχειρηματικότητα κλπ., η παραδοσιακή ηγετική ομάδα ουσιαστικά δεν έχει να αντιπαραθέσει τίποτε το ουσιαστικό, εκτός από τα ξεθωριασμένα σύμβολα της πάλαι ποτέ «αριστεροσύνης» της και το όποιο, εάν υπάρχει και αυτό, νεανικό αγωνιστικό παρελθόν της. Η εκλογή Κασσελάκη αποτέλεσε γι’ αυτούς ένα δεύτερο σοκ μετά από την εκλογική κατάρρευση του Μαΐου.
Αντέδρασαν σπασμωδικά και ασυντόνιστα με κραυγές αγανάκτησης και κινήσεις χωρίς σχεδιασμό. Οι διαδοχικές μεμονωμένες αποχωρήσεις στελεχών, της «ομπρέλας» και των 6+6, παρά το γεγονός ότι περιλαμβάνουν σημαντικό μέρος από τον πυρήνα του στελεχικού δυναμικού, είναι πολύ αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να δώσουν ένα ακόμη βιώσιμο ρεφορμιστικό μόρφωμα μετά από τη ΛΑΕ, το ΜΕΡΑ 25 και την αμφιλεγόμενη Πλεύση Ελευθερίας. Πολύ περισσότερο που φέρουν το βαρός της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ 2015-19.
-
Οι προοπτικές του ΣΥΡΙΖΑ
Τα «ιστορικά στελέχη» που αποχώρησαν συγκροτούσαν τον πυρήνα της κομματικής νομενκλατούρας, χάραζαν την ρεφορμιστική πολιτική και άρθρωναν τον πολιτικό λόγο του κόμματος. Η ανάδειξη στην ηγεσία ενός τυχοδιώκτη μαζί με τους πρόθυμους αυλικούς του, ανεξάρτητα από την όποια εκλογική απήχηση μπορεί μεσοπρόθεσμα να αποκτήσει, δεν παύει να αποτελεί ένα ποιοτικό άλμα του ΣΥΡΙΖΑ προς τον παραπέρα πολιτικό εκφυλισμό και την πλήρη αποσύνθεση.
Το αστικό πολιτικό σύστημα για να λειτουργήσει χρειάζεται έναν αξιόπιστο αντιπολιτευτικό πόλο απέναντι στην κυβέρνηση που θα υποδέχεται την οργή των λαϊκών στρωμάτων, θα την συγκρατεί και θα την καναλιζάρει στα κοινοβουλευτικά πλαίσια. Μεσοπρόθεσμα, η αστική τάξη θα σταθμίσει κατά πόσο, αυτόν τον ρόλο, μπορεί να παίξει αυτόνομα η ηγεσία Κασσελάκη ή μια ενδεχόμενη σύγκλιση με το ΠΑΣΟΚ. Όλες οι ενδείξεις ωστόσο, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, συνηγορούν ότι το πολιτικό κέντρο αποδυναμώνεται και καταρρέει.
Στο άμεσο μέλλον, ο ακραίος ευτελισμός των αριστερών συμβόλων από τον Κασσελάκη, θα προκαλέσει μια παραπέρα πολιτική σύγχυση και αποπροσανατολισμό στα λαϊκά στρώματα που θα έχει αρνητικές συνέπειες για το εργατικό κίνημα και σύνολο της αριστεράς. Οι αρνητικές αυτές συνέπειες δεν θα ισοσκελισθούν από τα όποια μικρά εκλογικά κέρδη στην ριζοσπαστική αριστερά μπορεί να αποφέρει στις επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές η πολιτική αποσύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ανάδειξη στην ηγεσία του Κασσελάκη, ανεξάρτητα από την όποια μελλοντική εκλογική απήχηση μπορεί να αποκτήσει, θα μείνει στην ιστορία ως ένα ακόμη παράδειγμα πολιτικού εκφυλισμού στον οποίο μπορεί να καταλήξει ο ρεφορμιστικός κατήφορος μιας μικροαστικής ηγεσίας, που ο μοναδικός πραγματικός της ορίζοντας και στόχος είναι οι καρέκλες της κυβέρνησης και η διαχείριση του μηχανισμού του αστικού κράτους.
-
Η εμφάνιση της ακροδεξιάς
Στις εκλογές του Μαΐου εμφανίστηκαν συνολικά 11 κόμματα που μπορούν να χαρακτηριστούν ακροδεξιά (εθνικισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία) και συγκέντρωσαν 656.408 ψήφους και ποσοστό 11,13% χωρίς την συμμετοχή της ΧΑ ή κάποιου υποκατάστατου. Είναι γεγονός ότι κανένα από αυτά τα 11 δεν διαθέτει οργανωτική δομή και στρατευμένη βάση, παρόμοια με της ΧΑ ώστε να χαρακτηριστεί φασιστικό. Στις εκλογές του 2019 τα ακροδεξιά κόμματα (συμπεριλαμβανομένης της ΧΑ) είχαν λάβει συνολικά 430.620 και 7.62%.
Εκτός από την γνώριμή μας Ελληνική Λύση του Βελόπουλου (4,45%, 262.507), έκανε την αναπάντεχη εμφάνισή της και η ΝΙΚΗ (2,92%, 172.507), ένα κόμμα θρησκόληπτων σκοταδιστών, στηριζόμενο από το ιερατείο των μοναστηριών και τις θρησκευτικές οργανώσεις. Το κόμμα ιδρύθηκε στην Θεσσαλονίκη την περίοδο των συλλαλητηρίων των «μακεδονομάχων» με διακηρυγμένες θέσεις εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών. Η εμφάνισή του είναι εντυπωσιακή δεδομένου ότι το κόμμα δεν είχε κάνει ουσιαστικά καμιά ανοιχτή δράση πριν από τις εκλογές. Απόδειξη μιας αυξανόμενης υπόγειας επιρροής των σκοταδιστικών θρησκευτικών κύκλων μετά την οικονομική κρίση.
Οι φασίστες της ΧΑ, αναθαρρημένοι από τα εκλογικά αποτελέσματα των κομμάτων της ακροδεξιάς του Μαΐου, συγκρότησαν στα γρήγορα το «νόμιμο» κόμμα-υποκατάστατο των Σπαρτιατών για να κερδίσουν στις εκλογές του Ιουνίου ένα αξιόλογο 4,68%, 243.922 ψήφους και 12 βουλευτές (Το 2019, η ΧΑ είχε συγκεντρώσει μόλις 2,93% και 165.620). Ένδειξη ότι το δίκτυο της φασιστικής οργάνωσης παραμένει σε λανθάνουσα μορφή, διασπασμένο, χωρίς γραφεία και ανοιχτές δράσεις. Είναι γεγονός ότι μετά από την ανάπτυξη του αντιφασιστικού κινήματος από το 2013 με την δολοφονία υποχώρησε από το να εκθέτει ανοιχτά τις ναζιστικές του θέσεις και η μαχητική της παρουσία στο δρόμο περιορίστηκε δραστικά. Η αποτυχία να οργανώσει στο Νέο Ηράκλειο τη σχετική ναζιστική φιέστα την 1η Νοεμβρίου, οφείλεται ακριβώς στη δράση του αντιφασιστικού κινήματος. Ωστόσο, πέρα από τη δίκη και τις φυλακίσεις των ηγετικών στελεχών της ΧΑ, και τις διασπάσεις που ακολούθησαν την κρίση της οργάνωσης, το δίκτυο δεν έχει υποστεί κάποια μαζικά χτυπήματα ή διώξεις των μεσαίων και κατώτερων στελεχών που δεν σταμάτησαν να εμφανίζονται με διάσπαρτες, μεμονωμένες και αποσπασματικές δράσεις (επιθέσεις σε μετανάστες, συμμετοχή σε εθνικιστικές κινητοποιήσεις κλπ.). Αντίθετα οι προσβάσεις τους στους κατασταλτικούς μηχανισμούς παραμένουν εντελώς άθικτες και πιθανόν να έχουν ενισχυθεί μέσα στο γενικότερο κλίμα της ανόδου της ακροδεξιάς.
Αντίστοιχα τον Ιούνιο έλαβαν: Ελλην. Λύση (4,44%, 231.491, 12 βουλευτές, ΝΙΚΗ 3,7%, 193.124, 10. Συνολικά τα κόμματα της ακροδεξιάς στις εκλογές του Ιουνίου, αν και λιγότερα τώρα σε αριθμό, συγκέντρωσαν 13,93% και 726.315 ψήφους. Μια άνοδος σε σχέση ακόμη και με τις εκλογές του προηγούμενου μήνα, που οφείλεται προφανώς στην εκλογική συσπείρωση που προκάλεσε η εμφάνιση των Σπαρτιατών.
Οι δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου έδωσαν την ευκαιρία για την άμεση εκλογική εμφάνιση του Κασιδιάρη σαν υποψήφιου για το δήμο της Αθήνας που συγκέντρωσε 8,33%. Στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές του 2019, ο συνδυασμός Κασιδιάρη στην Αθήνα είχε συγκεντρώσει 10,54%. Μια ακόμη ένδειξη ότι η ναζιστική ακροδεξιά εξακολουθεί να διατηρεί, στην αφάνεια, επιρροή. Τα διοικητικά μέτρα που επιβάλλουν τα αστικά κόμματα στους φασίστες βουλευτές, όχι μόνο δεν έχουν αποτέλεσμα, αλλά μάλλον ενισχύουν την «αντισυστημική» τους εικόνα και τους προσδίδουν το φωτοστέφανο του αγωνιστή. Την ίδια μάλιστα ώρα που η διείσδυσή τους στους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς είναι δεδομένη, χωρίς να γίνεται καμιά προσπάθεια αντιμετώπισης.
-
Η ασθενική ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ
Το ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του Μαΐου συγκέντρωσε 11,46% και 676.078 ψήφους, σημειώνοντας μια ανάκαμψη σε σχέση με τις εκλογές του 2019 ( 8,10 % και 457.623), αύξηση 218.455. Τη στιγμή που οι αντίστοιχες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ ανήλθαν σε 596.727, το ΠΑΣΟΚ καρπώθηκε περίπου το 40% αυτών των απωλειών. Τον Ιούνιο, το ΠΑΣΟΚ παρέμεινε στο ίδιο σχεδόν ποσοστό (11,84%), χωρίς να μπορέσει να κερδίσει κάτι από τις πρόσθετες απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ.
Η εκλογή Ανδρουλάκη στην ηγεσία του κόμματος, τον Δεκέμβριο του 2021, δημιούργησε αρχικά την ψευδαίσθηση για μια άνοδο της εκλογικής απήχησης. Όμως οι διαχρονικές αδυναμίες του κόμματος γρήγορα ήρθαν να το προσγειώσουν στον μίζερο ρόλο της «ελάσσονος αντιπολίτευσης». Ο άχρωμος, ρουτινιέρικος αντιπολιτευτικός λόγος της νέας ηγεσίας ανταποκρίνεται στο σημερινό ΠΑΣΟΚ της παρακμής, των γραφειοκρατικών υπολειμμάτων του κραταιού ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης. Ότι δηλαδή απέμεινε μετά από τη διάλυση των κομματικών οργανώσεων από την «εκσυγχρονιστική ανανέωση» των Σημίτη και ΓΑΠ και από την εκλογική κατάρρευση της πρώτης μνημονιακής περιόδου 2010-12.
Τον τελευταίο χρόνο ο αντιπολιτευτικός του λόγος είχε επικεντρωθεί στο σκάνδαλο των υποκλοπών και στην παρακολούθηση του Ανδρουλάκη «από το Μαξίμου», με το «παράνομο λογισμικό» Predator. Η υπόθεση αυτή, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητά της, από μόνη της δεν επαρκούσε για να συγκροτήσει μια αντιπολιτευτική τακτική και πολύ περισσότερο να εμπνεύσει και να αποτελέσει τον κύριο άξονα για μια δυναμική εκλογική επανα-συσπείρωση των λαϊκών στρωμάτων γύρω από το ΠΑΣΟΚ.
Στις δημοτικές εκλογές, η ύπαρξη στην επαρχία διάσπαρτων υπολειμμάτων από το παλαιό στελεχιακό δυναμικό του ΠΑΣΟΚ που παρέμεινε δραστήριο στην τοπική αυτοδιοίκηση, του δίνει ακόμη μια στοιχειώδη τυπική παρουσία. Τα παλαιά αυτοδιοικητικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ με τη μακρόχρονη διαχειριστική πρακτική και τις αυτονομημένες προσωπικές πελατειακές σχέσεις και δίκτυα, έχουν εντελώς αποχρωματιστεί πολιτικά. Η κάθοδος τους στις εκλογές και η προσωπική τους επιτυχία ή όχι στις τοπικές κοινωνίες, δεν έχει πλέον σχεδόν κανένα πολιτικό αντίκρισμα για το ΠΑΣΟΚ.
-
Η σχετική άνοδος του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ στις βουλευτικές εκλογές του Μαΐου συγκέντρωσε ποσοστό 7,23% και 426.687 ψήφους σημειώνοντας μια άνοδο σε σχέση με το 2019, που είχε συγκεντρώσει 5,30% και 299.621. Η αύξηση των 127.066 ψήφων αντιστοιχεί, περίπου, στο 20% των αντίστοιχων απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο αυτό ήταν αρκετό για να δημιουργήσει μια δυσανάλογη ευφορία στην κομματική του γραφειοκρατία.
Μετά από ένα μήνα, στις εκλογές του Ιουνίου, συγκέντρωσε 7,69% και 401.224. Η οριακή αύξηση του ποσοστού του προέκυψε προφανώς από την, συγκριτικά με τα άλλα κόμματα, μικρότερη αποχή των ψηφοφόρων του.
Η εκλογική άνοδος του ΚΚΕ επιβεβαιώθηκε και στις δημοτικές-περιφερειακές εκλογές του Οκτωβρίου. Στο δήμο της Αθήνας, ο συνδυασμός του Σοφιανού, συγκέντρωσε 12,88% και 18.002 ψήφους, όταν το 2019 είχε συγκεντρώσει 7,56% και 15.561. Στην περιφέρεια της Αττικής ο συνδυασμός του Πρωτούλη συγκέντρωσε 13,87% και 173.043, όταν το 2019 είχε συγκεντρώσει 8,28% και 132.066.
Η ηγεσία του ΚΚΕ ικανοποιημένη από αυτά τα μικρά εκλογικά κέρδη, αρνείται ή δεν απλώς δεν είναι ικανή να διακρίνει και να ερμηνεύσει σε όλη της την έκταση τη μεγάλη εικόνα, να αναγνώσει το κεντρικό μήνυμα των εκλογικών αποτελεσμάτων, την αποχή, την μεγάλη απογοήτευση που διαπερνά την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, τον πολιτικό αποπροσανατολισμό τους, την άνοδο της ακροδεξιάς και τους κινδύνους που αυτά εγκυμονούν.
Το ΚΚΕ θεωρεί τις δημοτικές εκλογές ένα παραδοσιακά δικό του προνομιακό πεδίο. Πράγματι, ιστορικά, οι δήμαρχοι που προέρχονται από την Αριστερά κατά κανόνα υπήρξαν καλύτερα προετοιμασμένοι να αναλάβουν τα σχετικά καθήκοντα και προσανατολισμένοι στο να αντιμετωπίζουν ζωτικές ανάγκες των δημοτών. Ο Πελετίδης της Πάτρας προβλήθηκε σαν το πρότυπο του κομματικού, ικανού και αδιάβλητου ηθικά δημάρχου.
Όμως οι «κόκκινοι δήμαρχοι», αναπόφευκτα εμπλέκονται στις διαδικασίες αναθέσεων εργολαβιών και προμηθειών των δήμων που τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αποκτήσει σημαντικά οικονομικά μεγέθη. Τα ισχυρά συμφέροντα εργολάβων και προμηθευτών, όπως έχει αποδειχθεί άπειρες φορές, είναι αυτά που θα επιβάλλουν τελικά τις μεθοδεύσεις και τις λογικές τους, ανεξάρτητα από τις όποιες προσωπικές ιδιότητες και προθέσεις των κόκκινων ή πράσινων ή μπλε δημάρχων.
-
Ο χαρακτήρας του ΚΚΕ
Το ΚΚΕ υπήρξε πάντοτε το μεγαλύτερο εργατικό κόμμα και ο κύριος πολιτικός εκπρόσωπος της εργατικής τάξης. Η πολιτική του ηγεμονία στο χώρο της ρεφορμιστικής αριστεράς απειλήθηκε για πρώτη φορά το 1968 από την προς τα δεξιά απόσχιση του ευρωκομμουνιστικού ΚΚΕεσ. Παρά την αναγκαστική τους συγκόλληση το 1974, το ΚΚΕ κράτησε το κύριο πολιτικό του μέτωπο προς την λεγόμενη «ανανεωτική» αριστερά, ενώ αντίθετα, προσβλέποντας σε μια μελλοντική συνεργασία μαζί του, τήρησε υποτακτική στάση προς το τότε ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ, το οποίο, σε αρκετά θέματα, βρέθηκε κατά καιρούς στα αριστερά του ΚΚΕ. Η όχι χωρίς εσωτερικούς κλυδωνισμούς και διασπάσεις εκλογική και οργανωτική αντιπαλότητα του δίδυμου ΚΚΕ – ΚΚΕεσ, διαδραματιζόταν στο έδαφος του κοινού ρεφορμιστικού πολιτικού προσανατολισμού, ο οποίος τελικά οδήγησε στο Συνασπισμό του 1989 και τη συμμετοχή του ΚΚΕ σε δύο διαδοχικές κυβερνήσεις. Η δεύτερη αυτή ιστορικά συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση, κόστισε και αυτή στην εργατική τάξη μια δεύτερη ήττα: τη νεοφιλελεύθερη επέλαση της τελευταίας δεκαετίας του αιώνα. Η διάσπαση του 1991, που ακολούθησε την παρολίγον επικράτηση της νέας «ανανεωτικής» πτέρυγας στο εσωτερικό του ΚΚΕ, ανασύστησε και πάλι δύο αντίπαλους ρεφορμιστικούς πόλους: το ΚΚΕ και το Συνασπισμό.
Αν ο πρώτος κύκλος του διπολισμού διήρκεσε 23 χρόνια, ο δεύτερος αυτός κύκλος χρειάστηκε 26 χρόνια, μέχρι το 2015 και την πανηγυρική φανέρωση της πολιτικής μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Οι εκλογικοί τους όμως λογαριασμοί, τουλάχιστον έτσι όπως τους αντιλαμβανόταν το ΚΚΕ, χρειάστηκαν άλλα οκτώ χρόνια για να τακτοποιηθούν. Μέχρι τις βουλευτικές και ιδιαίτερα τις «αυτοδιοικητικές» εκλογές του 2023, όπου τα ποσοστά τους σχεδόν εξισώνονται. Το ΚΚΕ αναδείχτηκε ως ο προνομιακός εκλογικός αποδέκτης, τόσο της προς τα αριστερά απόσχισης από το ΣΥΡΙΖΑ, όσο και της προς τα δεξιά κίνησης του αριστερού εξωκοινοβουλίου.
Διεθνώς, το ΚΚΕ συνδιαλέγεται με ΚΚ όπως της Κίνας ή του Βιετνάμ της Κούβας ή του Μεξικού, ενώ ηγήθηκε μιας «Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας» που συγκέντρωσε «κομμουνιστικά» κόμματα, από το φαιοκόκκινο του Ζιουγκάνοφ μέχρι ασήμαντα σταλινικά θραύσματα. Ο Ουκρανικός πόλεμος έφερε και τη διάλυση της πολιτικά ετερόκλητης Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας το Σεπτέμβριο του 2023. Το ΚΚΕ βρέθηκε με τη μερίδα εκείνη της «Πρωτοβουλίας» που χαρακτήρισε τον πόλεμο ενδοϊμπεριαλιστικό. Ωστόσο, το κριτήριο του ΚΚΕ ήταν περισσότερο η παραβίαση των «νομίμων» συνόρων παρά μια γνήσια αντιιμπεριαλιστική θέση, ενώ η ανάλυσή του δεν έφτανε πέρα από τους επίζηλους οικονομικούς πόρους της Ουκρανίας. Το ΚΚΕ αγνοεί επιδεικτικά την εθνική καταπίεση των Ουκρανών από το Μεγαλορωσικό σοβινισμό, με τον ίδιο τρόπο που αγνόησε και την καταπίεση της Μακεδονικής μειονότητας από το ελληνικό κράτος. Αντίθετα με το Ουκρανικό, στην περίπτωση του Μακεδονικού ο σοσιαλσωβινισμός του ΚΚΕ υιοθέτησε τον πυρήνα της ιμπεριαλιστικής ελληνικής πολιτικής περί«ανύπαρκτων» Μακεδόνων και στοιχήθηκε πίσω από τη «δική του» αστική τάξη. Το ίδιο κάνει και στα ελληνοτουρκικά επιστρατεύοντας έναν λογικό ακροβατισμό αντάξιο της σταλινικής του καταγωγής: Η μεν επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης, μας λέει το ΚΚΕ, εκφράζεται «με διαθέσεις υποχώρησης σε κυριαρχικά δικαιώματα» ενώ η επιθετικότητα της τουρκικής με το να διεκδικεί ελληνικά εδάφη. Το αναπόδραστο συμπέρασμά τους είναι φυσικά η υπεράσπιση των «ελληνικών» ΑΟΖ και η εθνικιστική πλειοδοσία της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, ενάντια στις επιθετικές διαθέσεις … υποχώρησης της ελληνικής μπουρζουαζίας.
Το ιδεολογικό στίγμα του ΚΚΕ μετά την κατάρρευση των γραφειοκρατικών καθεστώτων και τις μετέπειτα μνημονιακές πιέσεις έχει μετατοπιστεί. Το ΚΚΕ, ξαναγράφει την ιστορία της ΕΑΜικής αντίστασης, αποδίδοντας για πρώτη φορά στρατηγικά και όχι τακτικά ή προσωπικά λάθη στην τότε ηγεσία του, χωρίς να αναρωτά ωστόσο στον πυρήνα του λαϊκομετωπισμού με τον οποίο αυτή η ηγεσία είχε παραμείνει συνεπής.
Προσπαθώντας να δώσει λόγο για την κατάρρευση των γραφειοκρατικών καθεστώτων, το ΚΚΕ υποδεικνύει πλέον (μαζί με τον Μ-Λ χώρο) ως σημείο εκτροπής, το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, όταν, εντελώς ξαφνικά κι αναίτια ή ίσως επειδή έλειπε ο Στάλιν, «υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις» που, με την περεστρόικα, κατέληξαν σε «προδοτική, αντεπαναστατική δύναμη». Η επιστροφή στον πιο ντούρο σταλινισμό ωθεί το ΚΚΕ να ψάχνει εκεί τα ιδεολογικά του εργαλεία.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη, που, για το σύγχρονο πολιτικό του σχέδιο, επιστρατεύεται ένας αναπαλαιωμένος τριτοπεριοδισμός προκειμένου να δικαιολογηθεί πολιτικά η ακραία σεχταριστική στάση και το προς τα αριστερά πολιτικό μέτωπο του ΚΚΕ. Μια φαινομενικά αριστερή στροφή που, όσο κι αν καταγγέλλεται εκ δεξιών από την απόβλητη φλωρακική αντιπολίτευση, παρακολουθείται ωστόσο από τον κλασσικό κοινωνικό συντηρητισμό του ΚΚΕ που και η ίδια συμμερίζεται. Στα ζητήματα του οικογενειακού δικαίου, της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, των ναρκωτικών, το ΚΚΕ ταυτίζεται με τις πιο συντηρητικές φωνές του κοινοβουλίου.
Πρόκειται όμως για ένα υβρίδιο τριτοπεριοδισμού και λαϊκομετωπισμού: Αν και παράγει το ίδιο σεχταριστικό αποτέλεσμα με το αυθεντικό τριτοπεριοδικό του πρότυπο, δεν βρίσκει ωστόσο, όπως εκείνο, τον κολοφώνα του στην φαντασίωση μιας άμεσης προλεταριακής επανάστασης αλλά μόνο στην κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας μέσα από λαϊκομετωπικές συμμαχίες δια των οποίων υποτίθεται ότι – το κόμμα και όχι η τάξη – θα φτάσει σε μια «επανάσταση χωρίς να σπάσει τζάμι». Αν τον περασμένο αιώνα οι διαδοχικές τακτικές της Τρίτης Περιόδου και του Λαϊκού Μετώπου έφεραν δυο διαδοχικές τραγωδίες για την εργατική τάξη, το ιλιγγιώδες ζιγκ-ζαγκ του ΚΚΕ ανάμεσά τους είναι μια οπερετική φάρσα. Το τριτοπεριοδικό ΚΚΕ μπορεί από τη μια να παραπέμπει στο απώτατο «σοσιαλιστικό« μέλλον, ό,τι δεν εξυπηρετεί τον κοινοβουλευτικό του κρετινισμό: Του είναι αίφνης αδιάφορο εάν η ΔΕΗ είναι δημόσια ή ιδιωτική: δεν είναι του παρόντος ένα ζήτημα που θα λύσει στο άδηλο μέλλον η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής! Από την άλλη, όταν πρόκειται να αγρεύσει ψήφους, ο λαϊκομετωπικός του εαυτός μπορεί να ανυψώνει σε επαναστατική πράξη καθεαυτή την υπερψήφισή του σε τούτη ή εκείνη την εκλογική διαδικασία του αστικού κράτους και να ενσωματώνει στον μεν παράδεισο των ψηφοδελτίων του, από εθνικιστές, όπως ο Ζουράρις, η Κανέλλη και κάμποσοι καραβανάδες, μέχρι προσωπικότητες της αριστεράς, όπως ο Γιάννης Μηλιός ή η Κωνσταντίνα Κούνεβα, στο δε καθαρτήριο της ουράς του, οργανώσεις όπως η ΑΡΙΣ!.
Το ΚΚΕ προβάλλει πλέον όχι κάποιο στρατηγικού βεληνεκούς εκλογικό πρόγραμμα, αλλά ένα σκέτο «κυβερνητικό» πρόγραμμα. Μια σαφής δήλωση της ετοιμότητας του ΚΚΕ να αναλάβει τα ηνία του αστικού κράτους, για να διοικήσει κατά τον ίδιο φυσικά τρόπο που, πολλά «αδελφά» του κόμματα αλλά και το ίδιο σε κάποιους Δήμους, διοίκησε το τοπικό κράτος: Τηρώντας ευλαβικά τα όρια της καπιταλιστικής ευταξίας και νομιμότητας. Στην κομματική του ιδιόλεκτο, «όλα τα σφυριά χτυπάνε στο αμόνι της εκλογικής του ανόδου», βασισμένης στη λογική της ελάχιστης αστικής αντίστασης.
Όλη αυτή η αντιφατική ιδεολογική και πολιτική σκευή συγκαλύπτει και αναπαράγει την πολιτική του πρακτική. Ωστόσο οι αντιφάσεις της αποτελούν εύφορο έδαφος για εσωκομματική αντιπολίτευση και το ΚΚΕ είναι υποχρεωμένο όχι μόνο να εντείνει τον παραδοσιακό γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό του Σταλινικού ρεύματος, αλλά και να αντιρροπεί την ανοχή στις διαφορετικές φωνές που επιβάλλουν οι συμμαχίες του, με την ακόμα μεγαλύτερη μετατόπιση της λήψης των αποφάσεων προς το κέντρο του Περισσού, χτίζοντας την οργάνωσή του με μέλη-οπαδούς, όχι όμως χωρίς, προς τα δεξιά κυρίως, τοπικές αποκλίσεις. Στην ίδια κατεύθυνση και κατά τα πρότυπα των αστικών κομμάτων, συντηρεί μια ομάδα διαδικτυακών τρολ.
Το ΚΚΕ σχεδιάζοντας και να ανασχεδιάζοντας την κίνηση όσων δυνάμεων επηρεάζει, αποκλειστικά από το ύψος του Περισσού, ακολουθεί σε όλους τους μαζικούς χώρους ένα άδηλο ημερολόγιο κινητοποιήσεων. Καλεί σε κοινή δράση αποκλειστικά σε τόπο, χρόνο και με περιεχόμενο που το ίδιο έχει –ερήμην ακόμα και των μελών του – αποφασίσει, φροντίζοντας παράλληλα να διατηρεί, ανάμεσα στις δικές του δυνάμεις και στην υπόλοιπη αριστερά, τόσο στο δρόμο όσο και στους μαζικούς χώρους, μια υγειονομική ζώνη, την οποία μπορεί να χαλαρώνει στις λαϊκομετωπικές του στροφές. Προωθεί εργατικούς αγώνες μόνο στο μέτρο και στο βαθμό που θεωρεί ότι οδηγούν τις μάζες στην «εξαγωγή συμπερασμάτων» αξιοποιήσιμων αποκλειστικά και μόνο πίσω από το παραβάν της κάλπης. Παρότι εκτιμά ότι «θρυμματίζονται οι αυταπάτες για τις δυνατότητες φιλολαϊκής διαχείρισης του συστήματος» από άλλα κόμματα, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει για το ίδιο το ΚΚΕ. Η αποθέωση των «κόκκινων δημάρχων» πάει μαζί με τη σιωπή απέναντι τόσο στην μετέπειτα καταψήφιση των τόσο «φιλολαϊκών» δημάρχων του, όσο και στο μηδενικό αποτύπωμα της θητείας τους στην ταξική συνείδηση.
Σε αυτό το ΚΚΕ, οι περισσότεροι στην επαναστατική αριστερά αναζητούν μια συμμαχική εργατική δύναμη που ωστόσο δεν μπορούν να έχουν. Τουλάχιστον όχι ενόσω στο όνομα της προσέγγισης των μελών του, τηρούν μια κατευναστική στάση απέναντι στο αέναο ζιγκ-ζαγκ της ηγεσίας του. Κατά ένα μέρος τη στάση αυτή ερμηνεύουν, από τη μια η πολιτική καταγωγή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς από το σταλινισμό γενικά ή ακόμα κι από το ίδιο το ΚΚΕ και από την άλλη η αποτελεσματική περιχαράκωση και διαβουκόληση των μελών του ΚΚΕ από την ηγεσία τους. Κατά ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος όμως η κατευναστική αυτή στάση θα ερμηνευόταν από την ανύπαρκτη ή στρεβλή αντίληψη αυτής της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για την τακτική του Ενιαίου Μετώπου.
Για το ρεύμα το επαναστατικού μαρξισμού, το ΚΚΕ είναι σημαντικό, μόνο διότι εγκλωβισμένο στον ρεφορμισμό του περιέχει ένα σημαντικό εργατικό δυναμικό. Από τα κάτω επομένως, καλούμε τη βάση του σε κοινούς αγώνες για συγκεκριμένα αιτήματα, εκθέτοντας την ηγεσία και την πολιτική της στα μάτια της εργατικής τάξης γενικά και των μελών του ειδικότερα. Η ηγεσία του ΚΚΕ, ενώ δεν παραλείπει να ακκίζεται με τα αστικά κόμματα, δεν αναγνωρίζει καμία άλλη δύναμη εργατικής αναφοράς ούτε, πολύ λιγότερο, θα συνομιλούσε ποτέ με κάποια τέτοια αν δεν αισθανόταν έντονα την οργή των μελών του. Κάθε από τα πάνω ενιαιομετωπική πίεση στο ΚΚΕ προϋποθέτει μια γενναία ποσότητα ακριβώς αυτής της οργής.
Η τακτική του κατευνασμού, που πρυτανεύει στην αντικαπιταλιστική αριστερά, της υποτονικής και περιστασιακής κριτικής των κεντρικών επιλογών της ηγεσίας προκειμένου να προσεγγιστούν κινηματικά τα μέλη, καταντά έτσι να κάνει αδύνατη αυτή την προσέγγιση, ακριβώς επειδή αφήνει στο απυρόβλητο αυτό που τα κρατά περιχαρακωμένα.
Μαζί και παράλληλα με το προσκλητήριο αγώνα προς τη βάση του ΚΚΕ, στα συνδικάτα, στους μαζικούς χώρους, στα κινήματα κλπ, χρειάζεται να αναλάβουμε συστηματική κριτική των θέσεών του, τόσο στην καθημερινή πάλη όσο και στα μεγάλα πολιτικά ζητήματα του ίδιου του καπιταλισμού, της κλιματικής αλλαγής, των δημοκρατικών αιτημάτων και ιδιαίτερα των αναπαραγωγικών, του εργατικού διεθνισμού, του κράτους, της ταξικής συνείδησης.
Η κατάσταση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς
-
Ο όρος «αντικαπιταλιστική αριστερά» στερείται ακρίβειας, από μαρξιστική άποψη, περιγράφει όμως έναν πραγματικό πολιτικό χώρο, που προέκυψε στις περισσότερες χώρες με δυτική πολιτική παράδοση, κυρίως μετά την πτώση της ΕΣΣΔ και των άλλων ανατολικών γραφειοκρατικών καθεστώτων, και είχε όχι αμελητέο αποτύπωμα στην ταξική πάλη κατά το πρώτο τμήμα του 21ου αιώνα. Το σχέδιο της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης βασίστηκε στην ύπαρξη αυτού του χώρου, στον οποίο συνυπήρχαν στην πραγματικότητα δύο πόλοι: από τη μία το ρεύμα του επαναστατικού μαρξισμού και από την άλλη τάσεις κεντριστικές ή και αριστερο-ρεφορμιστικές, οι οποίες είχαν έρθει σε ρήξη με τα κοινοβουλευτικά ρεφορμιστικά κόμματα και διατηρούσαν αποστάσεις από τους θεσμούς του καπιταλιστικού κράτους, η ρήξη τους όμως με τη ρεφορμιστική στρατηγική παρέμεινε, στην καλύτερη περίπτωση, μερική. Ανάμεσα στους δύο πόλους υπήρχε, ασφαλώς, ένα φάσμα ενδιάμεσων καταστάσεων.
Η ενότητα αυτού του χώρου έχει τεθεί τα τελευταία χρόνια σε μια δοκιμασία που φαίνεται αξεπέραστη. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση ξεκίνησε ως ευκαιρία, εξελίχθηκε όμως σε κρίση και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, παγκοσμίως, με ορισμένες μόνο εξαιρέσεις. Η εγχώρια αντικαπιταλιστική αριστερά δεν ξέφυγε γενικά από αυτό τον κανόνα, παρότι η κατάσταση παρουσιάζει ιδιαιτερότητες.
-
Το δυναμικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στη χώρα εξακολουθεί να είναι υπαρκτό και να παίζει ρόλο στους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες, μερικές φορές μάλιστα πρωταγωνιστικό. Η συνολική του επιρροή στα σωματεία δεν υποχωρεί, μάλιστα σε αρκετούς κλάδους διευρύνεται. Μέσω των οργανώσεων της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς, τμήματα της πρωτοπορίας των κινημάτων έρχονται σε επαφή με τον αντικαπιταλιστικό και διεθνιστικό λόγο. Η αντοχή αυτού του ρεύματος, η οποία εκφράστηκε και στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, παρά τη συμπίεση στις βουλευτικές, είναι η θετική πλευρά των πραγμάτων.
Η άλλη πλευρά έγκειται σε ένα διπλό στοιχείο: αφενός στην πολιτική και οργανωτική κρίση των σημαντικότερων πολιτικών σχεδίων ή μετωπικών οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αφετέρου σε μια εντεινόμενη στρατηγική σύγχυση, που έχει οδηγήσει σε μια δυσμενή αλλαγή συσχετισμών μεταξύ των επαναστατικών τάσεων και των κεντριστικών ή αριστερών ρεφορμιστικών ρευμάτων.
-
Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, η κρίση της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς συμπυκνώνεται κυρίως στη μακροχρόνια κρίση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η κρίση αυτή όχι μόνο συνεχίζεται, αλλά έχει γίνει πραγματικά παραλυτική, παρότι αυτό δεν είναι πάντα προφανές στον κύκλο των συμπαθούντων αγωνιστών και αγωνιστριών. Η συνδιάσκεψη του 2023 προκάλεσε μια αξιοσημείωτη συσπείρωση μελών, δεν σήμανε, όμως, κανενός είδους αναζωογόνηση της εσωτερικής ζωής και λειτουργίας της. Οι Τοπικές Επιτροπές επανήλθαν στην πρότερη κατάσταση απραξίας, ιδίως μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές. Η ΚΣΕ συνεδριάζει πιο αραιά από ποτέ, δεν συζήτησε και δεν τοποθετήθηκε καθόλου για τα ψηφοδέλτια στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Το δε ΠΣΟ, δεν είχε καν συγκροτηθεί για 10 μήνες. Οι μεγαλύτερες οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ποτέ δεν θέλησαν να επενδύσουν στις δομές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εμμένοντας στη δική τους ατζέντα και τις δικές τους οργανωτικές ρουτίνες. Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα είναι πολιτικό: τα δύο σχέδια που παρουσιάστηκαν στη συνδιάσκεψη (το πλειοψηφικό σχέδιο για ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά και το σχέδιο της μειοψηφίας για ευρύτερη ενότητα όλης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, γύρω από την Πρωτοβουλία του Στούντιο) δεν είναι συμβιβάσιμα.
Σε συνδικαλιστικό επίπεδο, οι Παρεμβάσεις, παρότι έχουν διασώσει την ενότητά τους, τουλάχιστον τυπικά, και παρά τη διεύρυνση της συνολικής επιρροής τους, βρίσκονται εδώ και καιρό σε περίοδο διχασμού, ιδίως στους εκπαιδευτικούς του δημοσίου. Διαμορφώνονται δύο πόλοι: μια τάση με κύρια αναφορά το ΝΑΡ, η οποία, χωρίς να στερείται τάσεων σεκταρισμού και ταυτόχρονα ευκαιριακών συμμαχιών, έχει γενικά συνεπή αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα∙ από την άλλη, μια τάση ριζοσπαστικού ρεφορμισμού που επιδιώκει ευρύτερες συμμαχίες. Ο ίδιος διχασμός παρατηρείται και σε σωματεία του ιδιωτικού τομέα, έχοντας σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα οδηγήσει σε απώλεια του ελέγχου σημαντικών για το χώρο σωματείων (πχ ΣΜΤ). Ακόμα πιο χαρακτηριστική είναι η κατάσταση στα πανεπιστήμια, παραδοσιακές δεξαμενές τροφοδότησης των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με την επί της ουσίας διάλυση των ΕΑΑΚ: διάσπαση των σχημάτων στη μεγάλη πλειοψηφία των σχολών, διάσπαση των συντονιστικών, αποχώρηση πολλών σχημάτων, τα οποία πλέον λειτουργούν ως ανεξάρτητα αντικαπιταλιστικά σχήματα.
-
Η διάσπαση αυτή των δυνάμεων έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από την κατάσταση κατακερματισμού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που υπήρχε πριν τη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πρώτον, γιατί δεν εκφράζεται μόνο ως αδυναμία συνύπαρξης σε ένα κοινό εγχείρημα σε κεντρικό επίπεδο, αλλά αποτυπώνεται και στη βάση, εντός των πρωταρχικών μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Δεύτερον, γιατί είναι αποτέλεσμα στρατηγικών διαφορών που αποκτήσαν πρόσφατα πρακτικό χαρακτήρα, ως άμεσα διλήμματα μέσα στα χρόνια της κρίσης (τοποθέτηση έναντι των αριστερών κυβερνήσεων, στάση απέναντι στους θεσμούς του αστικού κράτους, στρατηγική των «πλατιών κομμάτων» ή της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης και παραγωγικής ανασυγκρότησης ή αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα, θέση έναντι των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων κλπ).
Στα παραπάνω φαινόμενα παίζουν ασφαλώς ρόλο τάσεις ηγεμονισμού και σεκταρισμού, ωστόσο, σε τελική ανάλυση, η βασική αιτία είναι η όξυνση των στρατηγικών αποκλίσεων μεταξύ του κεντριστικού/αριστερού ρεφορμιστικού ρεύματος και της επαναστατικής αριστεράς. Παρά την καταθλιπτική εντύπωση που δημιουργεί η διάσπαση των δυνάμεων και της κοινωνικής επιρροής, ο διαχωρισμός του κοινού χώρου που αποκαλούσαμε αντικαπιταλιστική αριστερά είναι στις σημερινές συνθήκες αναπόφευκτος. Οι εξαιρετικές πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2007-2008 δεν επιτρέπουν μακροπρόθεσμα τη συνύπαρξη αυτών των ρευμάτων.
Το βασικό πρόβλημα έγκειται στο ότι ο διαχωρισμός, παρότι αντανακλά τη διχοτομία κεντριστικής/ρεφορμιστικής αριστεράς και επαναστατικού μαρξισμού, δεν ακολουθεί τις στρατηγικές διαχωριστικές γραμμές, αλλά μάλλον τα πολιτικά σχέδια των πολιτικών οργανώσεων και τάσεων. Έτσι, δυνάμεις που προγραμματικά ανήκουν ή προσεγγίζουν την επαναστατική αριστερά, βρίσκονται να ακολουθούν το ρεύμα του κεντρισμού/ρεφορμισμού, στο όνομα της ενότητας.
-
Την ίδια στιγμή, είναι ακόμα προφανέστερη η κρίση της στρατηγικής των πλατιών κομμάτων, δηλαδή των πολυτασικών σχηματισμών με ρεφορμιστική ηγεσία και ηγεμονία και με τη συμμετοχή ή συμπόρευση κεντριστικών ή και επαναστατικών δυνάμεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ θρυμματίζεται ανεξέλεγκτα και οι διασπάσεις του ακολουθούν, η μια μετά την άλλη, φθίνουσα πορεία. Το ΜεΡΑ25 μένει εκτός Βουλής, στοιχείο που δεν φαίνεται πιθανό να ανατραπεί στις επερχόμενες ευρωεκλογές, και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια επί μακρόν επιβίωσή του χωρίς τα θεσμικά του ερείσματα. Η ΛΑΕ έχει αποτύχει προ πολλού να αποτελέσει τον πόλο μαζικής συσπείρωσης αντιμνημονιακών δυνάμεων που επεδίωκε και έχει συρρικνωθεί ουσιαστικά σε μια συμμαχία των φοιτητών της ΑΡΑΣ με ένα τμήμα της παλιάς γραφειοκρατίας του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκλογικές συνεργασίες μεταξύ ΜεΡΑ25 και ΛΑΕ δεν ανέκοψαν την πτώση κανενός εκ των δύο. Αποδείχτηκε άγονος ο συνδυασμός δύο διαφορετικών στυλ ρεφορμισμού: από τη μια, του αριστερού φιλελευθερισμού και της χαλαρής κομματικής συγκρότησης του ΜεΡΑ25 και, από την άλλη, του σταλινογενούς πατριωτισμού της ΛΑΕ, που διαθέτει πιο δομημένη παρουσία σε συνδικαλιστικούς χώρους, αλλά επίσης ένα πιο συντηρητικό κοινωνικό προφίλ. Τέλος, η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, με το βοναπαρτικό πατριωτικό προφίλ και τη ρητορική που προσπαθεί να αποφύγει τη διαχωριστική γραμμή αριστεράς/δεξιάς, αδυνατεί να αποτελέσει πόλο συσπείρωσης άλλων οργανωμένων δυνάμεων, τουλάχιστον προς το παρόν.
Η κρίση των πλατιών ρεφορμιστικών κομμάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε στροφή στα αριστερά, ωστόσο, στις παρούσες συνθήκες, αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί. Το γεγονός ότι, με την πιθανή εξαίρεση μιας μερίδας της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ το 2015, οι διαδοχικές διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, από τις παλιότερες (Αριστερή Πλατφόρμα, Βαρουφάκης, Κωνσταντοπούλου) μέχρι τις πιο πρόσφατες (Ομπρέλα, 6+6), έγιναν κάτω από την αδιαμφισβήτητη ηγεσία στελεχών που κατείχαν υψηλές θέσεις στον γραφειοκρατικό μηχανισμό του κόμματος και του κράτους δημιουργεί συνθήκες που δεν ευνοούν την ενίσχυση των επαναστατικών οργανώσεων, ούτε καν τη μαζικοποίηση μιας ευρύτερης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με την έννοια που την ορίσαμε. Από τη μια πλευρά, η μάζα των απογοητευμένων ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ τείνει να αντιλαμβάνεται τις διασπάσεις του ως ρήξεις μεταξύ φραξιών του γραφειοκρατικού του μηχανισμού, που είναι εξίσου υπεύθυνες με τη σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για την απογοήτευση που προκάλεσε η κυβέρνηση «της αριστεράς» (στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση ταξικής συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ). Από την άλλη, η παραμονή των αγωνιστών και αγωνιστριών της βάσης που αποδεσμεύονταν από τον ΣΥΡΙΖΑ κάτω από την επιρροή ρεφορμιστικών ηγεσιών που αποχωρούν, υπό την πίεση των διαδοχικών δεξιών στροφών του κόμματος, σημαίνει ότι η ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μεταφράζεται και σε ρήξη με τη στρατηγική του ρεφορμισμού.
Η προθυμία αντικαπιταλιστικών ή και επαναστατικών ρευμάτων να συναντηθούν με τις αποδεσμευμένες ρεφορμιστικές γραφειοκρατικές ηγεσίες ενισχύει τη θέση των δεύτερων και ευνοεί τον εγκλωβισμό της βάσης των αριστερών διασπάσεων ή την απογοήτευσή τους, που καταλήγει σε ιδιώτευση ή στροφή στον ρεφορμιστικό πόλο του ΚΚΕ, το οποίο φαινομενικά μένει εκτός αυτού του παιχνιδιού (παρότι τελευταία υποδέχεται και το ίδιο ασμένως προσωπικότητες από τον παλιότερο γραφειοκρατικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο σε ατομική βάση). Συμβάλλει, με αυτό τον τρόπο, στη μετατόπιση του συσχετισμού δύναμης υπέρ της ρεφορμιστικής και εναντίον της επαναστατικής αριστεράς.
-
Στο περιβάλλον που διαμορφώνεται, έτσι, οι πιέσεις για πλατιές συμμαχίες, από την επαναστατική αριστερά μέχρι τον ρεφορμισμό που έχει μείνει εκτός κοινοβουλίου, αυξάνονται. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στις δημοτικές εκλογές, με τα πλατιά εξωκοινοβουλευτικά ψηφοδέλτια στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και πολλούς άλλους μικρότερους δήμους (Αγ. Παρασκευής, Αμαρουσίου, Βύρωνα, Περιστερίου, Νεάπολης-Συκεών στη Θεσσαλονίκη κλπ). Στα ψηφοδέλτια αυτά συνυπήρχε η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δυνάμεις που υποστήριξαν την Πρωτοβουλία του Στούντιο (Αναμέτρηση, Κ-Σχέδιο, ΔΕΑ κ.ά), καθώς και το ΜεΡΑ25-ΛΑΕ, είτε άμεσα (όπως στη Θεσσαλονίκη), είτε έμμεσα, μέσω της δημόσιας στήριξης, που έγινε αντιληπτή ως «χρίσμα» (Αθήνα). Ιδιαίτερα στους κεντρικής πολιτικής σημασίας δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, η συγκρότηση των πλατιών ψηφοδελτίων αποτέλεσε διολίσθηση δυνάμεων της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη συνδιάσκεψη (ΝΑΡ, ΕΚΚΕ) προς τις θέσεις της μειοψηφίας (ΣΕΚ), με την ΟΚΔΕ-Σπάρτακος να αποτελεί τη μόνη τάση που δεν συμμετείχε. Τα αποτελέσματα των ευρύτερων ενωτικών ψηφοδελτίων ήταν καλά, ωστόσο στην πλειονότητα των περιπτώσεων, και σίγουρα στις πιο σημαντικές, υπολείπονταν του αθροίσματος των ανεξάρτητων υποψηφιοτήτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς (γύρω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και του εκτός κοινοβουλίου ρεφορμισμού (ΛΑΕ-ΜέΡΑ25, με τη στήριξη των περισσότερων ενδιάμεσων δυνάμεων) στα περιφερειακά ψηφοδέλτια, στους ίδιους δήμους. Ταυτόχρονα, οι προοπτικές ενότητας των δημοτικών συνεργασιών τορπιλίστηκαν την επόμενη μέρα των εκλογών, με τον δημόσιο διχασμό σχετικά με τη στάση στον δεύτερο γύρο: από τη μία, η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (περιλαμβανομένης της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος) κάλεσε σε αποχή/άκυρο στους Δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, από την άλλη το ΣΕΚ υποστήριξε ανοικτά τις «αντιδεξιές υποψηφιότητες» του ΠΑΣΟΚ (επίσημη και αντάρτικη αντίστοιχα), με ένα φάσμα λοιπών δυνάμεων να τοποθετείται κάπου ενδιάμεσα. Η επιλογή αυτή του ΣΕΚ, την οποία ακολούθησε επίσης και στην περιφέρεια Θεσσαλίας, με την υποψηφιότητα Κουρέτα στον β’ γύρο, αλλά και στο Βόλο, με την υποψηφιότητα Παπαπέτρου (μάλιστα ήδη από τον α’ γύρο), εκτός από σημαντικό πολιτικό λάθος, υπήρξε και δυναμιτιστική για την οποιαδήποτε προσπάθεια επαναπροσέγγισης εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Ασφαλώς, υπάρχουν κι άλλες παράμετροι που εξηγούν την περιορισμένη επιρροή της επαναστατικής αριστεράς: ηγεμονισμοί, ρουτίνες, προγραμματική ανεπάρκεια και συγχύσεις, σεκταριστικοί δισταγμοί για τη σύνδεση με εργατικά και κοινωνικά κινήματα και πρωτοπορίες. Η ανικανότητα, όμως, μεγάλων μερίδων να τηρήσουν στάση προγραμματικής και πολιτικής ανεξαρτησίας από τον ρεφορμισμό δεν είναι λεπτομέρεια, αλλά κύριος παράγοντας.
-
Όλα αυτά δεν σημαίνουν πως μας είναι αδιάφορες οι διασπάσεις των ρεφορμιστικών κομμάτων. Κάθε άλλο. Για να προσελκυστεί στην επαναστατική αριστερά η βάση των αγωνιστριών και αγωνιστών που τα εγκαταλείπουν, είναι απαραίτητο οι ρεφορμιστικές ηγεσίες που τις καθοδηγούν να ηττηθούν, από τα αριστερά. Το ίδιο ισχύει και για την ηγεσία του ΚΚΕ, που στο επόμενο διάστημα θα λειτουργήσει ως κύριο ανάχωμα στην αριστερή ριζοσπαστικοποίηση εντός του εργατικού κινήματος. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ούτε παραγνώριση του ρόλου των ρεφορμιστικών κομμάτων στους αγώνες, ούτε άρνηση των τακτικών προσεγγίσεων για κοινή δράση, στη λογική του ενιαίου μετώπου. Σημαίνει, όμως, ότι ο στόχος πρέπει να είναι σαφής: οι ρεφορμιστικές γραφειοκρατικές ηγεσίες δεν μεταρρυθμίζονται, αλλά χρειάζεται να ηττηθούν ενώπιον των μαζών. Η ανοιχτή πολιτική και προγραμματική αντιπαράθεση με τις ρεφορμιστικές ηγεσίες αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ είναι επείγουσα, πριν διαμορφωθούν νέες σταθερές εκπροσωπήσεις, σαν αυτές που εξέτρεψαν το κίνημα του 2010-2012 στην κοινοβουλευτική αναμονή και το οδήγησαν στην ήττα.
-
Εάν, όμως, η κρίση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς εκφράζει έναν επίκαιρο στρατηγικό διχασμό στο εσωτερικό των μετωπικών σχημάτων, αυτό δεν σημαίνει ότι οι οργανώσεις που επέλεξαν τα τελευταία χρόνια λιγότερο ή περισσότερο μοναχικές πορείες απέφυγαν την κρίση. Αφενός, παρότι σε ορισμένες περιόδους η τακτική αυτή φάνηκε να αποδίδει, οι περισσότερες από αυτές εμφανίζουν σήμερα σημαντική συρρίκνωση δυνάμεων, απομόνωση και δυσκολία στελεχοποίησης των αγωνιστών και αγωνιστριών τους μέσα στο περιορισμένο περιβάλλον που συχνά δημιουργούν. Αφετέρου, δεν παρουσιάζουν ανοσία στη διλήμματα που τίθενται στα μετωπικά σχήματα: χαρακτηριστικό είναι ότι οργανώσεις όπως το ΕΕΚ ή το Κόκκινο Νήμα, με τις οποίες προγραμματικά η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος έχει σαφώς συγγένεια, τη στιγμή που δεν συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συμμετείχαν σε πολύ πλατιά εξωκοινοβουλευτικά σχήματα στις δημοτικές εκλογές (Δήμος Αθηναίων και αλλού).
-
Από την άλλη πλευρά, και ο αναρχικός χώρος βρίσκεται στη δική του κρίση. Παρά την αίσθηση της αντοχής στην καραντίνα, σήμερα παρουσιάζει εικόνα διάσπασης, αδυναμίας αναπαραγωγής παραδοσιακών του πρακτικών (περιλαμβανομένου ενός συγκεκριμένου τύπου συγκρουσιακότητας, καθώς και του δραματικού περιορισμού των καταλήψεων με την κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη), αλλά και μετατοπίσεις μεγάλων τμημάτων του σε συντηρητικές στρατηγικές θέσεις (πατριωτικός αντι-ιμπεριαλισμός, νεοσταλινισμός). Το αυτόνομα ρεύμα, που στη συγκεκριμένη πολιτική παράδοση της χώρας συγκοινωνεί περισσότερο με τον αναρχισμό παρά με την επαναστατική αριστερά, βυθίστηκε σε κρίση με επίκεντρο τις θέσεις για την πανδημία και τα εμβόλια, με μεγάλο τμήμα του χώρου αυτού να τηρεί ακατανόητα αντικοινωνική στάση. Με αυτά τα δεδομένα, η στροφή προς τον αναρχισμό ή την αυτονομία, που πολλές φορές φαντάζει ως ηθική διέξοδος για τμήματα της επαναστατικής αριστεράς που απογοητεύονται από τις διαρκείς παλινωδίες προς τον ρεφορμισμό, είναι αδιέξοδος δρόμος.