Α. Διεθνή
Η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας
-
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία μέσα στην κρίση της έχει αυξήσει την ανισότητα. Η τάση υποχώρησης της ανισότητας που αχνοφάνηκε στις αρχές του αιώνα και αφορούσε κυρίως τη βελτίωση στα εισοδήματα Κινέζων και Ινδών αγροτών, που η ένδεια οδήγησε στα εργοστάσια των πόλεων, αυτή τη στιγμή έχει χάσει αρκετή από τη δυναμική της. Το μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου που πηγαίνει στο πλουσιότερο 1% αυξάνεται συνεχώς κάτω από τις αναδιαρθρώσεις του κεφαλαίου που ακολούθησαν την πανδημία και την ενεργειακή κρίση .
-
Πριν καν φτάσει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα σε μια ασταθή ισορροπία, απειλήθηκε με νέα ανατροπή: Εμφανίστηκαν πληθωριστικές πιέσεις στην ενέργεια και τα τρόφιμα , που αρχικά αποδόθηκαν στην απότομη μετά-COVID αύξηση της ζήτησης και στην δυσκολία των εφοδιαστικών αλυσίδων να ανταποκριθούν ενώ αργότερα αποδόθηκαν το ίδιο αυθαίρετα στον Ουκρανορρωσικό πόλεμο. Οι πληθωριστικές τιμές δεν απειλεί μόνο να ρίξει στην ένδεια μεγάλα κοινωνικά στρώματα, αλλά διαβρώνει ταυτόχρονα και την αξία των δανείων που έχουν δώσει ιδιώτες ή τράπεζες, δυσκολεύει κάθε επενδυτικό προγραμματισμό και ευνοεί την μεταφορά της οικονομικής δραστηριότητας σε βραχυπρόθεσμες και συχνά κερδοσκοπικές συναλλαγές. Οι τράπεζες που έδιναν άφθονο φτηνό χρήμα για να στηρίξουν το κεφάλαιο, ανέκρουσαν τώρα πρύμνα και κλείνουν την στρόφιγγα αυξάνοντας τα επιτόκια δανεισμού, για να προκαλέσουν μείωση του δανεισμού και της κατανάλωσης, της παραγωγής και των επενδύσεων, δηλαδή ύφεση και ανεργία και μάλιστα σε συνθήκες γεωπολιτικών συγκρούσεων και πολέμων, με θύμα την ανάκαμψη που όλοι περίμεναν μετά τους περιορισμούς του COVID
-
Την άνοιξη του 2023 ήρθαμε και πάλι αντιμέτωποι με το φάσμα της κρίσης του 2008. Αν το 2008 είχαμε κρίση λόγω απορρύθμισης η σημερινή κατάρρευση τριών τραπεζών στις ΗΠΑ (ανάμεσά τους η Silicon Valley Bank ατμομηχανή της ανάπτυξης) και μιας στην Ευρώπη (Credit Swiss) αποτελούν κρίση της επαναρρύθμισης, που ακολούθησε το απορρυθμιστικό σοκ του 2008. Η Κεϋνσιανή ποσοτική χαλάρωση και τα χαμηλά επιτόκια έφεραν πρόσκαιρη ανάπτυξη αλλά δημιούργησαν και πληθωρισμό που απορύθμισε την αγορά και επέβαλε την απότομη αύξηση των επιτοκίων, στραγγαλίζοντας τράπεζες όπως η SVP αυξάνοντας τα κόκκινα δάνεια. Ένας φαύλος κύκλος που δείχνει τις εγγενείς αντιφάσεις του πυρήνα της καπιταλιστικής οικονομίας.
-
Στο έδαφος όπου αναπτύχθηκε ο πληθωρισμός συνίσταται από τα εξής στοιχεία:
Πρώτα από την απόκριση του συστήματος στην κρίση του 2008 με τις συνθήκες χαμηλών επιτοκίων με στόχο να διευκολυνθούν οι επενδύσεις αφότου, οι κυβερνήσεις διέσωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα που είχε καταρρεύσει. Στη συνέχεια στήριξαν τις εταιρείες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τέλος προσπάθησαν να μετριάσουν το πλήγμα των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος με επιδοτήσεις. Αν οι πόροι αυτοί κατευθύνονταν σε παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη τεχνολογικών υποδομών, η αύξηση της παραγωγικότητας θα έφερνε πιθανά μια σχετική αύξηση των όγκου κερδών λόγω αύξησης της παραγωγικότητας. Ωστόσο, τα αναιμικά ποσοστά κέρδους της πραγματικής οικονομίας, αποτέλεσμα της δομικής πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους οδήγησαν ενέσεις ρευστότητας σε μη παραγωγικές επενδύσεις, κατανάλωση και χρηματοπιστωτικές ευκαιρίες, απαντώντας στη συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους τους με αυξήσεις των τιμών. Η πάντα άσβεστη δίψα του κεφαλαίου για κέρδος είναι ένας από τους λόγους εμφάνισης του σημερινού πληθωρισμού.
Δεύτερον από τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη». Από τις ΑΠΕ μέχρι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα ΜΜΜ υδρογόνου, νέες επενδύσεις πραγματοποιούνται και εξαγγέλλονται και νέες κερδοφόρες αγορές στήνονται. Η Μετάβαση στην πράσινη ενέργεια με ενδιάμεσο σκαλί το φυσικό αέριο, τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς γύρω από αυτό και το χρηματιστήριο ενέργειας, εκτίναξαν τις τιμές της ενέργειας στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Τρίτον από τις ανακατατάξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες που αποτελούν επίσης επιλογή των δυτικών ώστε να περικόψουν τις δυνατότητες των αναπτυσσόμενων χωρών και της Κίνας και να μειώσουν την εξάρτησή τους από αυτές. Το λεγόμενο friend-shoring, η προτίμηση φιλικών εφοδιαστικών αλυσίδων οδηγεί σε υψηλότερες τιμές και χαμηλότερα κέρδη για τη Δύση. Ωστόσο οι πολιτικές επιλογές και η ασφάλεια των επενδύσεων αποτελούν πλέον προτεραιότητα σε σχέση με το οικονομικό όφελος.
Τέταρτον από τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου με έπαθλο τις επιδοτήσεις των κρατών στην πράσινη ενέργεια ή στα ορυκτά καύσιμα, που επίσης προκαλεί αυξήσεις στις τιμές καθώς η μία μερίδα μπλοκάρει τα σχέδια της άλλης.
Όλα αυτά δεν προέκυψαν από συγκυριακές αναταράξεις λόγω πανδημίας ούτε από τον πόλεμο του Πούτιν. Αφορούν την παντελή αδυναμία του καπιταλισμού να διαχειριστεί τις κρίσεις του (χρηματοπιστωτική, πανδημία, κλιματική αλλαγή, ενεργειακή) και την απόλυτη αναρχία που διέπει τις επιλογές του εξαιτίας των εγγενών αντιφάσεων του και του αδυσώπητου ανταγωνισμού που τον χαρακτηρίζει. Αυτή η αδυναμία οδήγησε στην γεωπολιτική κρίση, στον πόλεμο και στην ενεργειακή στενότητα που με την σειρά τους εντείνουν την καπιταλιστική κρίση.
Παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, ο δομικός πληθωρισμός επιμένει στις αναπτυγμένες οικονομίες της δύσης, σε πείσμα των αλλεπάλληλων αυξήσεων των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, γεγονός που αμφισβητεί ευθέως την αντίληψη ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με μακροοικονομικές παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην επιβράδυνση της οικονομίας τη μείωση των μισθών, της ζήτησης και τελικά των τιμών. Ωστόσο ´το βάρος των μισθών στο δομικό πληθωρισμό είναι μόλις 25%. Δεν έχουμε δηλαδή έναν πληθωρισμό που προέρχεται από την υπερβάλλουσα ζήτηση, αλλά μάλλον από τον τρόπο που αρθρώνεται η προσφορά.
Στην ουσία έχουμε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού δηλαδή πληθωρισμού χωρίς αύξηση της παραγωγής σε συνθήκες ύφεσης που αποτελεί την χειρότερη μορφή καπιταλιστικής κρίσης.
-
Το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 20% από την αρχή της πανδημίας στα 307 τρισεκατομμύρια δολάρια και αφορά κυρίως τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη. Τα υψηλά επιτόκια δυσχεραίνουν περισσότερο την αναχρηματοδότηση του χρέους η οποία, ιδιαίτερα στις πιο ευπαθείς οικονομίες της ευρωζώνης από τις οποίες θα ζητηθούν προσπάθειες για επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία. Το παλαιό Σύμφωνο Σταθερότητας προβλέπει αυστηρά και ξεκάθαρα κριτήρια, τα οποία ωστόσο ποτέ δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη. Και αυτό διότι, εάν όντως εφαρμόζονταν, θα έσπρωχναν μία ώρα αρχύτερα στην άβυσσο της χρεοκοπίας τις χώρες εκείνες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα. Τα δημόσια χρέη – ρεκόρ, τα υψηλά επιτόκια, το τεράστιο κόστος της κλιματικής αλλαγής και της «πράσινης ανάπτυξης» , η εκτίναξη των δαπανών για την υγεία και τις συντάξεις καθώς ο πληθυσμός γερνάει, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, όπως οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, τροφοδοτούν τους φόβους για μια επικείμενη χρηματοπιστωτική κρίση στις μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες.
-
Η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει μια προοπτική αύξησης των δημοσίων δαπανών. Ο πόλεμος,οι καταστροφές από την κλιματική αλλαγή, το κόστος της «πράσινης ανάπτυξης», αλλά και η προσπάθεια «κοινωνικής στήριξης» (έστω και με επιδόματα για να αποτραπούν εξεγέρσεις) σημαίνει περισσότερες δαπάνες και αυτές στην πράξη καταλήγουν να σημαίνουν μεγαλύτερο δανεισμό, σε μια εποχή υψηλού πληθωρισμού, ανοδικών επιτοκίων, μεγαλύτερης αβεβαιότητας και εντονότερων περιφερειακών ανισοτήτων. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έκλεισε το οικονομικό έτος τον Σεπτέμβριο με δημοσιονομικό έλλειμμα σχεδόν 1,7 τρισ. δολαρίων, προσθέτοντας στο τεράστιο εθνικό χρέος που ανέρχεται σε 33,6 τρισ. Δολάρια, ενώ η «πράσινη ανάπτυξη» οι πόλεμοι και η αντιμεταναστευτική πολιτική απαιτούν περαιτέρω χρηματοδότηση. Οι κάτοχοι παλιών τίτλων κρατικού χρέους τους ξεπουλούν για να περιορίσουν τη ζημιά με τα υψηλότερα επιτόκια των νέων τίτλων και ανάμεσά τους τα συνταξιοδοτικά ταμεία, τα οποία οδηγούνται σε χρεοκοπία αφού στηρίζουν στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων τη δυνατότητα πληρωμής των συντάξεων. Το αυξημένο κόστος δανεισμού αυξάνει τα κόκκινα δάνεια και αποτρέπει νέο ιδιωτικό δανεισμό αφήνοντας την κατασκευαστική βιομηχανία με απούλητα σπίτια, παρατημένα γιαπιά και άδεια ταμεία. Η άνοδος του δολαρίου κάνει δυσκολότερη την εξυπηρέτηση των κρατικών χρεών και εγγύτερη την προοπτική χρεοκοπίας αρκετών αναπτυσσομένων χωρών.
Αστοί οικονομολόγοι διατείνονται ότι «Οι κυβερνήσεις, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά θα πρέπει όλοι να αρχίσουν να ζουν ξανά με τις δυνατότητές τους και η ανάπτυξη θα είναι δυνατή μόνο μέσω μεγαλύτερης καινοτομίας και παραγωγικότητας αντί μέσω εκτύπωσης χρήματος». Δύσκολα όμως θα πείσουν τις τυφλές νεοφιλελεύθερες αγορές που κινεί η προοπτική μεσοπρόθεσμου χρέους και ακόμα κερδίζουν από το τύπωμα χρήματος αναβάλλοντας την κρίση (έστω κι αν θα επανέλθει δριμύτερη). Ωστόσο, ακόμα κι αν τους άκουγαν και επένδυαν στην «πραγματική» οικονομία αφού η αυτοματοποίηση θα έριχνε όχι μόνο το ποσοστό κέρδους αλλά και τα εισοδήματα από μισθούς και τη ζήτηση αφήνοντας τα νέα προϊόντα στις αποθήκες και το κέρδος μη πραγματοποιήσιμο. Οι καπιταλιστικές αντιφάσεις δεν επιλύονται στα πλαίσια διαχειριστικών πολιτικών.
-
Η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα. Οι αριθμοί μιλούν διφορούμενα για την τρέχουσα εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας. Το ΔΝΤ ανέβασε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη στην παγκόσμια οικονομία το 2023 από 2,7% σε 2,9%, κυρίως λόγω της Κίνας και τις Ινδίας θα τα πάνε καλύτερα. Οι ΗΠΑ αναμένουν φέτος οριακά μεγαλύτερη ανάπτυξη αλλά βουτιά του χρόνου. Ο ωστόσο πληθωρισμός μειώθηκε και αυξήθηκε η απασχόληση.
Η Ευρωζώνη επιβραδύνει με τη Γερμανία σε ύφεση και σχεδιάζει να επιστρέψει στη γνωστή σφιχτή δημοσιονομική πολιτική και το επίσης γνωστό νεοφιλελεύθερο «τούβλο» (ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση στην αγορά εργασίας, συνταξιοδοτικά κλπ) ενώ η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση απαιτούν 0,75τρις επιπλέον ετήσιους πόρους. Η μείωση του πληθυσμού και η πτώση της παραγωγικότητας φαίνεται να οδηγούν την ΕΕ σε πλήρη απασχόληση τα επόμενα χρόνια, ωστόσο νέα τείχη εγείρονται ενάντια στους μετανάστες ενώ η ευρωπαϊκή μπουρζουαζία απαντά με ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις ώστε να επιμηκύνει τον εργασιακό βίο .
Η βουτιά στο παγκόσμιο εμπόριο και η συνολική μείωση της παγκόσμιας παραγωγής αυξάνουν τις αβεβαιότητες σε έναν πολυπολικό κόσμο εξαιρετικά ευάλωτο απέναντι σε «εξωγενή σοκ», όπως προτιμούν να ονομάζουν ορισμένα αποτελέσματα της ασύδοτης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σαν την πανδημία, τον πόλεμος την ενεργειακή κρίση, τις κλιματικές αλλαγές , το μεταναστευτικό. Απέναντι σε αυτές τις αβεβαιότητες οι στρατηγοί του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν διαθέτουν άλλο εργαλείο πέρα από τα παλιά και αποτυχημένα της Κεϋνσιανής ή της νεοφιλελεύθερης εργαλειοθήκης.
-
Στην κρίση του 2008 η Κινεζική οικονομία αποτέλεσε την ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Ωστόσο, η πολιτική μηδενικής ανοχής στην COVID αποσυντόνισε την οικονομία που ήδη αντιμετώπιζε τον εμπορικό πόλεμο από την Δύση και οδήγησε την κινέζικη οικονομία σε υποχώρηση. Η απάντηση της κεντρικής κυβέρνησης ήταν να διαμορφώσει ένα πιο αυστηρό πλαίσιο ελέγχου των εταιριών και των τοπικών αρχών. Οι τάσεις αποπληθωρισμού συνοδεύτηκαν, σε αντίθεση με τις δυτικές οικονομίες, από αύξηση των πραγματικών μισθών. Η κινεζική οικονομία φαίνεται να έχει αρκετό βάθος για να αντέξει τη μείωση των εξαγωγών της , ενώ ταυτόχρονα στρέφεται και προς άλλες αγορές, όπως η Μέση Ανατολή και η Λατινική Αμερική. Έχει ωστόσο ένα σχετικά σοβαρό πρόβλημα, παρόμοιο με αυτά που αντιμετωπίζουν και δυτικές οικονομίες, που σχετίζεται με μια «φούσκα ακινήτων» που έφερε η στεγαστική της πολιτική με καπιταλιστικούς όρους. Πολύ μεγάλα οικιστικά σχέδια στηρίχτηκαν σε υπέρμετρο δανεισμό. Η κατάρρευση των πωλήσεων οδήγησε στην κατάρρευση εταιρειών, και άφησε καταχρεωμένες τις τοπικές αρχές. Υπάρχει επιπλέον το ζήτημα της ανεργίας ιδίως στις ηλικίες 16-24 (21,3%). Παρόλα αυτά φαίνεται να ανακάμπτει σημειώνοντας σημαντική ανάπτυξη (+5%) και βιομηχανική παραγωγή(+4,5%), με παράλληλη μείωση της γενικής ανεργίας στο 5%.
Η Κίνα βέβαια αντιμετωπίζει δυο εγγενή προβλήματα που απειλούν την ομαλή πορεία της. Το πρώτο είναι η αντίφαση ανάμεσα στον τομέα της καπιταλιστικής αγοράς και στον κεντρικό έλεγχο από ένα κόμμα που δυστυχώς ακόμα λέγεται κομμουνιστικό. Για πόσο καιρό οι καπιταλιστές θα δέχονται την σχετική ή πλήρη υποταγή τους σε ένα γραφειοκρατικό «σχεδιασμό» και γιατί οι γραφειοκράτες να μην γίνουν καπιταλιστές; Το δεύτερο είναι η έλλειψη ενός πολιτικοοικονομικού μοντέλου το οποίο να μπορεί να προταθεί προς τα έξω ώστε ο κινέζικος καπιταλισμός να αποκτήσει το πολιτικό βάρος που του λείπει για να αποτελέσει ηγέτιδα δύναμη ενός ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Πάντως, η εποχή των διψήφιων ρυθμών ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας έχει τερματιστεί από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Αν και είναι βέβαιο ότι μαζί με την Ινδία και μια σειρά ανερχόμενες οικονομίες θα ενισχύσουν την παγκόσμια οικονομία αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα μπορέσουν να αμβλύνουν την κρίση του καπιταλισμού κυρίως λόγω των γεωπολιτικών παραμέτρων που θα εμποδίζουν την ανάπτυξή τους αν δεν οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερες ανισορροπίες και περιφερειακές συγκρούσεις.
-
Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει κανένα μέσο να αποφεύγει τις κρίσεις του που οφείλονται στην πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους και ότι σήμερα δεν φαίνεται να έχει καν κατάλληλα εργαλεία για να τις ξεπερνάει όταν εκδηλωθούν. Οι κρίσεις (2008, Πανδημία) εκκαθαρίζοντας τα λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια και καταστρέφοντας τμήμα του επενδεδυμένου κεφαλαίου (μειώνοντας δηλαδή τον παρονομαστή στο ποσοστό του κέρδους) δημιουργούν βέβαια χρονικά παράθυρα αύξησης της κερδοφορίας. Ωστόσο, καθώς οι περιφερειακοί πόλεμοι δεν εξασφαλίζουν ανάλογη εκκαθάριση πλεονάζουσας εργασίας, φαίνεται ότι αυτά τα χρονικά παράθυρα στενεύουν διαρκώς κάνοντας αντιστρόφως συχνότερες τις κρίσεις. Η καπιταλιστική οικονομία έχει μπει σε μια κανιβαλική φάση και για να χτίζει πρέπει πρώτα να γκρεμίζει. Κάθε υπόσχεση για ανάκαμψη είναι κίβδηλη και για να μπει σε μια πιο μακροχρόνια φάση άνθισης, σε ένα μακρύ ανοδικό κύμα, θα απαιτούνταν μια μεγάλων ιστορικών διαστάσεων διαδικασία καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων που η ιστορία έχει να γνωρίσει από την εποχή των δύο παγκόσμιων πολέμων.
Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και ο πόλεμος
-
Η επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι ένας ακόμα περιφερειακός πόλεμος για την διευθέτηση τοπικών συσχετισμών. Αποτελεί μια ευθεία αμφισβήτηση της δομής του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος και βέβαια της δυνατότητας της ηγέτιδας δύναμης σε αυτό, δηλαδή των ΗΠΑ, να παίζει το ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα. Ωστόσο η πολιτική της παγκοσμιοποίησης, της δικτατορίας των αγορών και των τοπικών πολέμων, συσσώρευσε πλούτο σε όλο και πιο λίγους καπιταλιστές στην αναπτυγμένη Δύση, αλλά απέτυχε να λύσει τα δομικά προβλήματα των οικονομιών σε ΗΠΑ και Ευρώπη αναδεικνύοντας μάλιστα ισχυρούς ανταγωνιστές και ιδιαίτερα την Κίνα, η οποία απειλεί να πάρει την πρωτοκαθεδρία στο οικονομικό επίπεδο από τις ΗΠΑ!
Το νεοφιλελεύθερο δόγμα της «παγκοσμιοποίησης» έφερε τεράστιες μεταφορές δυτικών κεφαλαίων και βιομηχανιών προς τις αναπτυσσόμενες χώρες όπου τα χαμηλά μεροκάματα εγγυόντουσαν υψηλά κέρδη. Η Κίνα έγινε το εργοστάσιο του κόσμου και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές έδρεπαν τα πλούτη της υπεραξίας από την εκμετάλλευση εκατομμυρίων Κινέζων προλετάριων και τα επένδυαν στις χώρες τους σε χρηματοπιστωτικές ευκαιρίες και σε υπηρεσίες, δημιουργώντας τεράστιες «ζώνες σκουριάς» εγκαταλελειμμένων εργοστασίων, στρατιές ανέργων και συμπίεση των μισθών. Με τα εταιρικά κέρδη να αυξάνονται και τους μισθούς να πέφτουν οι κοινωνικές διαιρέσεις βάθυναν τροφοδοτώντας πολιτικές πιέσεις για προστατευτισμό και εθνική οικονομική ανασυγκρότηση, όπως η πολιτική «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ, στην αντίθετη κατεύθυνση από τις προσδοκίες των πολυεθνικών που κερδίζουν από την παγκοσμιοποίηση.
Στην αντίθετη μεριά του ορίζοντα η Κίνα διέθετε την ιδεολογία και την οργάνωση για να εξασφαλίσει ότι οι επενδύσεις των καπιταλιστών εξυπηρετούσαν το αναπτυξιακό σχέδιο και την οικονομική στρατηγική της και γρήγορα πλαισιωμένη από τις BRICS εμφανίστηκε σαν αντίπαλος οικονομικός πόλος. Όσο η ανάπτυξη τροφοδοτούσε τα εκατέρωθεν σχέδια η επέκταση της Κίνας ήταν αποδεκτή. Με την κρίση όμως, η «παγκοσμιοποίηση» άρχισε να εξαφανίζεται από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, και οι «ελεύθερες αγορές» να αντικαθίστανται από διάφορες εκδοχές προστατευτισμού και κρατικής παρέμβασης εντείνοντας τις γεωπολιτικές αντιπαλότητες και τις κοινωνικές αναταραχές.
Η αδυναμία των δυτικών ιμπεριαλιστών να διαχειριστούν τα απανωτά κρισιακά κύματα της πανδημίας της κλιματικής αλλαγής, της ενεργειακής κρίσης και τις γεωπολιτικές αντιπαλότητες -όλα δημιουργήματα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος- τους εξανάγκασε σε στρατιωτικές και πολιτικές υποχωρήσεις, οι οποίες ακολουθήθηκαν από αντίστοιχη οικονομική διείσδυση της Κίνας και την εμφάνιση του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Οι βλέψεις των δυτικών επί της Ουκρανίας είναι από τη θέση και το ιστορικό της εθνικής της συγκρότησης απολύτως μη αποδεκτές από την ανατολική ιμπεριαλιστική παράταξη και από τον πόλεμο αυτόν θα προκύψει ένας νέος συσχετισμός δύναμης, ένα ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής μεταξύ των δύο στρατοπέδων.
Πρόκειται για έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, άδικο και από τις δυο μεριές που δεν έχει καμιά σχέση με τις ανάγκες και τα συμφέροντα των εργαζομένων, της νεολαίας και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Το υπαρκτό και ιστορικά κακοφορμισμένο εθνικό ζήτημα των ουκρανικών λαών δεν μπορεί να ευοδωθεί όσο παραμένει ασύνδετο με το ταξικό ζήτημα, υποταγμένο στην προσδοκία της επικράτησης του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.
-
Τη Ρωσία, αποκομμένη ήδη από τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό, απομονώνουν περαιτέρω οι κυρώσεις που της επιβάλλει δημιουργώντας, τρεις δεκαετίες μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, μια νέα διαχωριστική γραμμή στην Ευρώπη. Ωστόσο, οι αντιφάσεις αυτής της πολιτικής είναι πολλές. Το εμπάργκο έφερε από τη μια επισιτιστική κρίση σε Αφρική και Ασία η οποία μεταφράζεται σε μεγάλα μεταναστευτικά κύματα στα τείχη της Ευρώπης-φρούριο κι από την άλλη προβλήματα στις δυτικές εφοδιαστικές αλυσίδες, με σπουδαιότερη την ενέργεια. Η Ευρώπη υποχρεώθηκε να σπαταλήσει τεράστια ποσά για να αλλάξει προμηθευτή φυσικού αέριου, ενώ Ινδία και Κίνα απορροφούν τις ποσότητες που απορρίπτει η Δύση σε προνομιακές τιμές, ενώ οι παραδοσιακά φιλοαμερικανικές χώρες του Κόλπου δεν ευθυγραμμίζονται με τις ΗΠΑ και συνεχίζουν τη συνεργασία με τη Ρωσία. Οι χώρες του Mercosur και του ΟΠΕΚ+ κλίνουν μάλλον προς τους ανατολικούς παρά προς τους δυτικούς ιμπεριαλιστές. Ως αποτέλεσμα αντί για το “ruble to rubble” που κήρυξε ο Μπάιντεν, το ρούβλι όχι μόνο δεν κατέρρευσε αλλά είναι τόσο ισχυρό όσο ήταν το 2017, το ρωσικό εμπορικό ισοζύγιο έχει εκτοξευθεί και τα αποθέματα χρυσού έχουν αυξηθεί. Αυτές οι κυρώσεις και ο γενικός εμπορικός πόλεμος ανάγκασαν την Κίνα να παρακάμψει το δολάριο επισπεύδοντας το εναλλακτικό σύστημα διατραπεζικών συναλλαγών CIPS με βάση το Γιουάν, ενώ η «πειρατική» δέσμευση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Ρωσίας σε δυτικές τράπεζες, προκαλεί ανησυχία σε πολλές χώρες, ωθώντας τες εκτός δολαρίου προς την Κίνα, αποσταθεροποιούν το δολάριο, όργανο παγκόσμια κυριαρχίας, και μειώνουν τη δυνατότητα των ΗΠΑ να ανατροφοδοτούν το τεράστιο χρέος τους.
-
Η ρωσική εισβολή έχει στόχο να αμφισβητήσει την «τάξη πραγμάτων με βάση τους κανόνες της Δύσης» και οδηγεί στο τέλος της μεταψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων που χαρακτηρίστηκε από την μονοκρατορία των ΗΠΑ. Ο αποκλεισμός της Ρωσίας από το διεθνές πολιτικό, οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, η συμφωνία AUKUS (Αυστραλία–ΗΠΑ–Βρετανία) στον ειρηνικό, η Αμερικανική πολιτική και στρατιωτική «προστασία» της Ταϊβάν και η υποστήριξη συλλήβδην όλων των διεκδικήσεων του Βιετνάμ, των Φιλιππίνων και της Ιαπωνίας έναντι της Κίνας, μπαίνουν de facto στο ίδιο πλάνο με τον Ουκρανικό πόλεμο ως ενιαίο διακύβευμα για την Κίνα και βαθαίνουν αντικειμενικά τη στρατηγική συμμαχία Ρωσίας-Κίνας και τη διχοτομία του κόσμου σε δύο εχθρικά, ανταγωνιστικά στρατόπεδα. Σε αυτή την κίνηση εντάσσονται τόσο ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (Κίνα, Ρωσία, Κιργιστάν Τατζικιστάν, Ουζμπεκιστάν, Καζακστάν) που περιλαμβάνει επίσης την Ινδία και το Πακιστάν (και την Τουρκία ως παρατηρήτρια), όσο και οι οικονομικές συμφωνίες Πούτιν-Σι Τζιν Πινγκ και, συνολικά, παρά ή μάλλον μαζί με τις υπαρκτές οικονομικές ανισορροπίες και προστριβές Κίνας – Ρωσίας διαμορφώνουν μια γενικότερη ευρασιατική οικονομική και πολιτική σύγκλιση. Η στρατιωτική της υπεροχή και η δυνατότητα πυρηνικού πλήγματος της Ρωσίας μέχρι την καρδιά του δυτικού ιμπεριαλισμού την καθιστούν απαραίτητο στρατιωτικό συμπλήρωμα της κινεζικής οικονομικής επέκτασης στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή αλλά και των γεωπολιτικών της ενδιαφερόντων στον Ειρηνικό.
-
Οι BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Ν. Αφρική) μιλούν ήδη για έναν πολυπολικό κόσμος. Γεωπολιτικοί αντίπαλοι του μπλοκ G7, με περίπου ισοδύναμο ΑΕΠ τετραπλάσιο πληθυσμό και πιο παραγωγικό οικονομικό. Στην περιφέρεια των BRICS κινούνται ήδη το Ιράν και η απερχόμενη, μετά τις εκλογές, περονική κυβέρνηση της Αργεντινής αποφάσισαν να γίνουν μέλη και ακολουθούν οι ενδιαφερόμενες Τουρκία, Σαουδική Αραβία και Αίγυπτος. Στον ίδιο δρόμο, αλλά λίγο πιο πίσω, ακολουθούν μια σειρά χώρες της Λατινικής Αμερικής με καθεστώτα του λεγόμενου ροζ κύματος αλλά και πολύ δεξιότερα. Στην Αφρική, η κινεζική πολιτική «Μια ζώνη, ένας δρόμος» πραγματοποιεί τεράστια έργα υποδομών καταχρεώνοντας την ήπειρο και εκμεταλλευόμενη τις πρώτες ύλες της˙ πρόκειται για μια ιμπεριαλιστική νεοαποικιακού τύπου σχέση, η οποία εκμεταλλεύεται, βάναυσα, το Αφρικανικό προλεταριάτο, και τις πλουτοπαραγωγικές πήγες, καταστρέφοντας το περιβάλλον και ενισχύοντας τις ντόπιες άρχουσες τάξεις. Η Κίνα, μέσω των BRICS, επεκτείνεται πολύ ταχύτερα από τις G7, είναι ήδη ο μεγαλύτερος δανειστής παγκοσμίως και κάπου 40 χώρες χρωστούν στο Πεκίνο περισσότερα από το 10% του ΑΕΠ τους. Αν σήμερα ο κατάλογος των χωρών BRICS που ταλαντεύονται ανάμεσα στους δύο πόλους είναι αρκετά μεγάλος η αναπόδραστη όξυνση των συγκρούσεων τις πιέζει αμείλικτα να διαλέξουν στρατόπεδο.
Ωστόσο, ο πολυπολικός κόσμος όπου προσβλέπουν Κίνα και Ρωσία θα είναι ολοένα και ασταθέστερος. Ιστορικά το ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν έχει ανεχτεί την «πολυπολικότητα». Είναι αυστηρά δομημένο και η οποιαδήποτε αλλαγή στην ιεραρχία – ιδιαίτερα μάλιστα η αμφισβήτηση της ηγέτιδας δύναμης – συνοδεύεται από πολέμους αλλά και εξεγέρσεις.
-
Ενώ η Δύση διατρανώνει την ενότητά της απέναντι σε Ρωσία και Κίνα, το ερώτημα έχει ήδη τεθεί: Πόσο αρραγής μπορεί να παραμείνει; Μπορεί η Ευρώπη να αντέξει τις επιπτώσεις του πολέμου, την απαγκίστρωσή της από τη Ρωσία και, ίσως, έναν οικονομικό πόλεμο με την Κίνα; Η αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών άνθρακα εκτίναξαν τις τιμές του στα ύψη. Η πολιτική επιταγή του εμπάργκο στη Ρωσία ρίχνει τη Γερμανική οικονομία στην ύφεση δημιουργώντας ένα κομφούζιο αντιφατικών πολιτικών, σε αντίθεση με τη Γαλλία που στρέφεται και εθνικοποιεί την πυρηνική ενέργεια. Οι επενδύσεις όμως που απαιτεί ο νέος ενεργειακός προσανατολισμός και η δραματική αύξηση των πολεμικών δαπανών υπονομεύουν το γενικό παραγωγικό προσανατολισμό του δυτικού ιμπεριαλισμού, την πολυδιαφημισμένη «πράσινη ανάπτυξη». Η διάρρηξη των οικονομικών δεσμών της ΕΕ με την την Κίνα θα είναι οδυνηροί για την ίδια, ενώ οι αντιθέσεις της με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού οξύνονται. Χωρίς τις γερμανικές εξαγωγές να στηρίζουν την ισοτιμία του ευρώ, το νόμισμα θα δέχεται πιέσεις έναντι του δολαρίου και μια χαμηλότερη συναλλαγματική ισοτιμία θα συμπιέσει την αγοραστική δύναμη της ευρωπαϊκής εργασίας, ενώ η μείωση των κοινωνικών δαπανών για την πληρωμή του επανεξοπλισμού και την παροχή επιδοτήσεων φυσικού αερίου βυθίζει την ήπειρο σε ύφεση. Από τη μια η ΕΕ δεν μπορεί ούτε θέλει να απεμπλακεί από τις ΗΠΑ, από την άλλη οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί στους οποίους εμπλέκεται δημιουργούν νέες διαιρέσεις και ανοίγουν νέα μέτωπα στο εσωτερικό της. Η ΕΕ, οικονομικός γίγαντας με πήλινα πόδια δεν είναι βέβαιο ότι θα βγει ενωμένη από την Ουκρανική περιπέτεια.
-
Μια πρώτη απάντηση των ΗΠΑ στην κρίση της ηγεμονίας τους ήταν η ταλάντευση προς μια νέα εκδοχή προστατευτισμού και «εμπορικού πολέμου», μια πολιτική που στρέφεται κατά της Κίνας αλλά η μπάλα παίρνει και τους Ευρωπαίους «συμμάχους» που δυσφορούν. Παράλληλα ανταγωνίζονται τον κινεζικό «νέο δρόμο του μεταξιού» με άλλη εμπορική οδό, την IMEC, που θα συνδέει την Ινδία με την Ευρώπη και την Ελλάδα, ανοίγοντας ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης της Ελλάδας και της Τουρκίας που δεν συμμετέχει. Το σχέδιο αυτό προϋποθέτει μια ομαλή κατάσταση στη Μέση Ανατολή πράγμα που είναι δύσκολο να επιτευχθεί με ανοιχτά θέματα στη Συρία, στο Λίβανο, στην Υεμένη, στο Κουρδιστάν, ενώ η επίθεση της Χαμάς και η επιχείρηση εθνοκάθαρσης του Ισραηλινού στρατού, απειλούν από τη μια να οδηγήσουν σε αυτονόμηση της Ισραηλινής πολιτικής από τις ΗΠΑ και να ματαιώσει το σχέδιο.
-
Παρά την προσπάθεια των ΗΠΑ να μείνει η υπόλοιπη Μέση Ανατολή έξω από τον πόλεμο στη Γάζα δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το Ισραήλ δεν θα προσπαθήσει να επιβάλει μια αναδιάταξη του συσχετισμού. Σε αυτήν την περίπτωση το κλείσιμο των στενών του Ορμούζ από το Ιράν θα δημιουργούσε μια ακόμα μεγαλύτερη ενεργειακή κρίση και μια πιθανή εμπλοκή της Ρωσίας που θα έφερνε πιο κοντά μια παγκόσμια σύρραξη. Η Ευρώπη και πάλι είναι ο μεγάλος χαμένος. Η Ουκρανία την έφερε σε ρήξη με τη Ρωσία και τους πόρους της, το Ναγκόρνο Καραμπάχ την έφερε σε ρήξη με το Αζερμπαϊτζάν και τους πόρους του και η Γάζα απειλεί με ενεργειακή κρίση στους θαλάσσιους δρόμους του περσικού Κόλπου.
Η ψευδολύση των δύο κρατών αποκαλύφθηκε ήδη ως η σιωνιστική «τελική λύση», του ενός και εθνοκαθαρμένου σιωνιστικού κράτους από το «ποτάμι μέχρι τη θάλασσα». Η ιδέα των δύο κρατών, τουλάχιστον ως ενδιάμεση λύση, βρίσκει απήχηση ανάμεσα στους Παλαιστίνιους – στους οποίους ανήκει τελικά και η απόφαση, αλλά έχει πάψει πλέον να συζητιέται στα ηγετικά κλιμάκια του σιωνιστικού κράτους που φαίνεται να προσανατολίζονται στην ωμή εθνοκάθαρση. Εγείρονται ωστόσο πολλά ερωτήματα: σχετικά με τις αντοχές του ισραηλινού στρατού σε παρατεταμένο πόλεμο από τη μια και της δυνατότητας των ΗΠΑ να χρηματοδοτούν δύο πολέμους ταυτόχρονα με ανοιχτό μάλιστα ένα – ψυχρό προς το παρόν – μέτωπο στον Ειρηνικό. Για το ίδιο το Παλαιστινιακό μόνη ελπίδα παραμένει η ταξική αλληλεγγύη στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις και στα καθεστώτα του Αραβικού κόσμου προς ένα ενιαίο ανεξάρτητο από τον ιμπεριαλισμό, δημοκρατικό, πολυεθνικό μ’ ένα λόγο σοσιαλιστικό κράτος στην Παλαιστίνη.
-
Το σχέδιο των δυτικών ιμπεριαλιστών απέναντι στον άξονα Κίνας Ρωσίας περιλαμβάνει τον καθοριστικό ρόλο της Ινδίας όπως δείχνει και ο IMEC. Η Ινδία διανύει πράγματι μια εποχή ραγδαίας ανάπτυξης που θα την βάλει στο κλαμπ των ισχυρότερων κρατών του πλανήτη. Γεωπολιτικά, εμφανίζεται σαν “εξισορροπητική περιφερειακή δύναμη” που συνδιαλέγεται τόσο με το Τετραμερές Πλαίσιο ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία, όσο και στις BRICS, διεκδικείται και από τους δύο ιμπεριαλιστικούς πόλους και θα χρειαστεί μοιραία να διαλέξει. Το Γόρδιο ωστόσο δεσμό των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, μόνη η αποφασιστική εισβολή των εργατικών μαζών στο προσκήνιο θα ήταν ικανή να κόψει.
Η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της
-
Το 2023 προβλέπεται ότι θα είναι το θερμότερο έτος εδώ και τουλάχιστον 125.000 χρόνια, ενώ οι Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές (NDC), που έχουν αναλάβει οι κυβερνήσεις δεν φτάνουν παρά στο 5% του στόχου που έχει θέσει, η Διεθνής Επιτροπή του ΟΗΕ για το 2030.Τα ακραία γεγονότα είναι πλέον η νέα κανονικότητα. Παρατεταμένος καύσωνας, πρωτοφανείς πυρκαγιές που μαίνονταν ακάθεκτες, κι έπειτα φονικές πλημμύρες και ύψη βροχής που σπάνε κάθε ρεκόρ αποδεικνύουν πως ο πλανήτης βρίσκεται μπροστά σε μια μη αναστρέψιμη κλιματική καταστροφή. Η εκτιμώμενη διατροφική ανεπάρκεια του πλανήτη και τα ήδη ορατά κύματα περιβαλλοντικών προσφύγων κάνουν φανερό ότι η κλιματική αλλαγή είναι η πιο άμεση όψη της οικολογικής καταστροφής, που απειλεί να μετατρέψει τον πλανήτη σε απέραντη έρημο. αβίωτη για δισεκατομμύρια φτωχών ανθρώπων που δεν είναι υπεύθυνοι για αυτή την καταστροφή. Οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και μεθανίου χρειάζεται να πέσουν στο μισό πριν το 2030 και να παύσουν πριν το 2050.
Εν τω μεταξύ οι καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής πλήττουν εντελώς ασύμμετρα το φτωχό και χωρίς υποδομές Παγκόσμιο Νότο και πάντως τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα όπου Γης. Ο παγκόσμιος καπιταλισμός όχι μόνο δημιούργησε την κλιματική αλλαγή αλλά και την μετατρέπει σε ταξικό θέμα. Η ανατροπή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, η σοσιαλιστική επανάσταση και η σωτηρία από την κλιματική καταστροφή συντήκονται έτσι σε έναν ενιαίο όσο και ζωτικό πολιτικό στόχο.
-
Η «λύση» του προβλήματος της περιβαλλοντικής καταστροφής που μπορούν να σκεφτούν οι άρχουσες τάξεις, συνίσταται στην αναδιάρθρωση του κεφαλαίου γύρω από την «πράσινη ανάπτυξη». Πιστές στη λογική του καπιταλισμού, αντί να αντιμετωπίσουν ευθέως το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, οι κυβερνήσεις γυρεύουν να δημιουργήσουν μια κερδοφόρα «πράσινη» αγορά, η «αόρατος χειρ» της οποίας θα έλυνε το πρόβλημα. Το πράσινο κυνήγι του κέρδους συμπληρώνει τις περιβαλλοντικές με παλαιού τύπου κοινωνικές καταστροφές. Η ενεργειακή ένδεια της παγωμένης Ευρώπης βρίσκει στην Ελλάδα μια από τις χειρότερες εκδοχές της.
Όπως κάθε καπιταλιστική αναδιάρθρωση, το χρυσόμαλλο δέρας της «πράσινης ανάπτυξης» δεν παραλείπει να οξύνει τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Τεράστια οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα συγκρούονται στους νέους τομείς όπως ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μπαταρίες , φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες, πράσινα πλοία και ενώ ο παγκόσμιος νότος καλείται να εγκαταλείψει τον άνθρακα, την απαραίτητη τεχνογνωσία και τις πατέντες των «πράσινων» προϊόντων κατέχει ζηλότυπα ο Παγκόσμιος Βορράς, μαζί με την δυνατότητα χρηματοδότησης μέσω δυσβάστακτων δανείων που θα διαιωνίσουν την εξάρτηση, την εκμετάλλευση και την φτωχοποίηση των λαϊκών μαζών του νότου.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία όχι μόνο δεν μείωσε την χρήση των υδρογονανθράκων αλλά και ακύρωσε τους περιορισμούς της χρήσης τους στην Ευρώπη αποσπώντας κεφάλαια και πόρους και από αυτές ακόμα τις «πρασινοαναπτυξιακές» πολιτικές.
Ο Κινέζικος δρόμος του Μεταξιού, αντί για ευκαιρίες απεξάρτησης εξάγει στις αναπτυσσόμενες χώρες το εξαιρετικά ρυπογόνο μοντέλο ανάπτυξης του κινεζικού καπιταλισμού.
Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου σε όλο τον κόσμο κατέγραψε το 2022 κέρδη περίπου 4τρισ. Δολάρια και οι παγκόσμιες επενδύσεις σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα αυξάνονται. Μπροστά στη στασιμότητα βαφτίζεται πράσινη η πυρηνική ενέργεια και ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι μίλησε με το Μητσοτάκη για συνεκμετάλλευση των τουρκικών πυρηνικών αντιδραστήρων.
Η Ελλάδα, που διατείνεται ότι πρωτοστατεί στην πράσινη μετάβαση, πασάρει για πράσινη μετάβαση τη βίαιη απολιγνιτοποίηση υπέρ του φυσικού αερίου, την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ που ανέβασε την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος στα ύψη μαζί με τα φαραωνικά σχέδια μη ανακυκλώσιμων και περιβαλλοντικά προβληματικών φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων παντού.
Η παραγωγή και η διακίνηση των τροφίμων, μετά τους «γάμους της κόλασης», έχει ουσιαστικά περάσει στα χέρια τριών κολοσσών, στους οποίους συγχωνεύτηκαν πολυεθνικοί γίγαντες, δύο στη Δύση κι ένας στην Ανατολή. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, εκτεταμένο γενετικό υλικό περνά στην ιδιοκτησία των πολυεθνικών, ελέγχουν πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο το διατροφικό σύστημα. Μια μόλις δεκάδα πολυεθνικές εταιρείες ελέγχουν σχεδόν όλα τα μεγάλα διατροφικά εμπορικά σήματα του πλανήτη και επομένως την υγιεινή, την ποιότητα και τις τιμές των τροφίμων.
-
Δίπλα στη διαφαινόμενη διχοστασία του κεφαλαίου ανάμεσα στη διατήρηση του σημερινού μοντέλου και στο άνοιγμα σε επενδύσεις προς τις νέες πράσινες τεχνολογίες με στόχο να ξεπεράσει την κρίση του καπιταλισμού με μια νέα επέκταση, βρίσκονται σημαντικές γεωπολιτικές συγκρούσεις που περιπλέκουν την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ανακατατάξεις στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα από την άνοδο της Κίνας και των άλλων αναπτυσσόμενων χωρών και η πρεμούρα της ΕΕ να πάρει κεφάλι στις πράσινες επενδύσεις για να ισοφαρίσει την υποβάθμισή της από Κίνα και ΗΠΑ. Ωστόσο οι δυνάμεις της αγοράς στις οποίες ομνύουν όλοι είναι τυφλές καθώς το κεφάλαιο κατευθύνεται με άναρχο ατομικιστικό και επομένως ανταγωνιστικό τρόπο προς τους τομείς μεγίστου κέρδους που υπονομεύει κάθε σχεδιασμό και παράγοντας οικονομικές αστοχίες, ανισορροπίες διενέξεις και πολεμικές συγκρούσεις το λογαριασμό για τις οποίες προσπαθεί να στείλει στην εργατική τάξη. Ενώ είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν, ακόμα και κάτω από ειδυλλιακές συνθήκες αγαστής σύμπνοιας και συνεργασίας, οι τεχνικές δυνατότητες του κεφαλαίου θα αρκούσαν για την «πράσινη μετάβαση» και την επιβίωση της ανθρωπότητας, είναι βέβαιο ότι οι περιφερειακές διενέξεις, οι συγκρούσεις για το νερό, οι διαμάχες για το πόσο κάθε χώρα θα μπορεί να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή και να εφαρμόσει την πράσινη μετάβαση, οι προσφυγικές ροές, θα αυξηθούν όσο θα προχωράει η υπερθέρμανση του πλανήτη .
-
Με δεδομένη την αδυναμία του κεφαλαίου να αντιμετωπίσει την πανδημία, την ενεργειακή κρίση και, κατά μείζονα λόγο, την κλιματική αλλαγή η εργατική απάντηση περνάει πρώτα από το σταμάτημα της αλόγιστης σπατάλης των φυσικών πόρων στο κυνήγι του κέρδους. Η σχεδιασμένη λελογισμένη χρήση των υπαρχουσών παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια καλή ζωή σε όλους και όλες αν εξέλιπε το καπιταλιστικό μοντέλο της ανεξέλεγκτης παραγωγικής επέκτασης και εκμετάλλευσης της γης με στόχο το κέρδος. Αντί για την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων υπερκατανάλωσης η ανθρωπότητα πρέπει να εστιάσει στην παραγωγή αξίων χρήσης σύστοιχων με τις ανάγκες. Να προσδιορίσει δημοκρατικά τις ανάγκες αυτές συνυπολογίζοντας στην τελική απόφαση συνολικά τόσο το κόστος σε όρους εργασιακού χρόνου όσο και το περιβαλλοντικό κόστος. Να περιοριστεί η άχρηστη παραγωγή και οι άχρηστες μετακινήσεις, να βρεθεί αντί του Ι.Χ. ένα νέο μοντέλο των μέσων μαζικής μεταφοράς προωθώντας τα ΜΜΜ. Να μειωθεί το μέγεθος των πόλεων αποκεντρώνοντας αλλά και εξασφαλίζοντας την ενεργειακή και διατροφική αυτονομία. Να σκεφτόμαστε και να δρούμε με βάση την ιδέα ότι η φύση είναι το ανόργανο σώμα μας, βγαίνοντας από το φαύλο κύκλο της ταύτισης της ιστορικής προόδου με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που έφερε στο εργατικό κίνημα ο ρεφορμισμός τόσο στην σοσιαλδημοκρατική όσο και στη σταλινική του εκδοχή, προς μια οικοσοσιαλιστική δίκαιη αποανάπτυξη. Αυτές οι επιλογές πρέπει να συνδυάζονται με την δυνατότητα ενός δημοκρατικού σχεδιασμού όπου οι άνθρωποι θα αποφασίζουν συλλογικά ως πολίτες χρήστες και παραγωγοί, τι και πώς αγαθό ή υπηρεσία θα παραχθεί, αλλά και τα αποδεκτά όρια για την χρήση των φυσικών πόρων και των αποθεμάτων αγαθών όπως η ενέργεια, η μεταφορά, η γη κλπ.
Προς μια τέτοια κοινωνία, η εργατική τάξη χρειάζεται ένα σχέδιο μετάβασης. Η εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων, η επιστήμη και η τεχνολογία είναι προσανατολισμένες στις ανάγκες της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και υπηρετούν τις επιλογές του όπως υπήρξε για παράδειγμα η χρήση ορυκτών καυσίμων. Η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων από το κεφάλαιο είναι αναγκαία αλλά δεν αρκεί. Θα πρέπει επαναπροσανατολιστούν, να συγκροτηθούν γύρω από άλλα παραγωγικά προτάγματα και στη βάση άλλων κοινωνικών δομών σχεδιασμού και ελέγχου κάτι που για τον καπιταλισμό είναι αδιανόητο. Για το σκοπό αυτό, η εργατική τάξη χρειάζεται επειγόντως κατάλληλες πολιτικές επεξεργασίες.
Η ταξική πάλη στον κόσμο: διεθνείς πολιτικές εξελίξεις
-
Η προλεταριοποίηση εκατομμυρίων ανθρώπων, κυρίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, συνεχίζεται. Tο 2020 η Ινδία γνώρισε τη μεγαλύτερη οργανωμένη απεργία της ιστορίας˙ η βιομηχανική της ανάπτυξη μετακινεί ότι όλο και περισσότερους αγρότες προς τα εργοστάσια των πόλεων ενώ στην ανεπτυγμένη Δύση μετακινούνται αντίστροφα, από τα εργοστάσια στις υπηρεσίες ακολουθώντας την αντίστοιχη μετακίνηση των κεφαλαίων αλλά και εκτοπιζόμενοι από την αυτοματοποίηση στη μεταποίηση. Όλα δείχνουν όμως ότι η οργανική σύνθεση της εργατικής τάξης αυξάνει και μαζί της, παρά τις σποραδικές εξάρσεις της ταξικής πάλης, αυξάνει και η εκμετάλλευση. Η οργανωτική αδυναμία του εργατικού κινήματος, χωρίς αξιόμαχα συνδικάτα μετά την παραίτηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας μπροστά στην κρίση, χωρίς εργατικά επαναστατικά κόμματα μετά την ιστορική ήττα των προλεταριακών επαναστάσεων του 20ου αιώνα, δεν του επιτρέπει να μεταβάλει προς όφελός του το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων. Αδιάψευστος μάρτυρας για την κατάσταση της εργατικής τάξης είναι η χειροτέρευση των συνθηκών της ύπαρξης και της ζωής της: Οι τιμές των βασικών ειδών διατροφής αυξάνονται ακόμα και με επταπλάσια ταχύτητα από όσο οι μισθοί˙ οι κυβερνήσεις καταφεύγουν στην παροχή επιδομάτων για να αποτρέψουν τυφλές καταστροφικές εξεγέρσεις˙ οι τράπεζες τροφίμων υποδέχονται όλο και περισσότερους ανθρώπους˙ αντιαπεργιακοί νόμοι παντού˙ ασφυκτική επιτήρηση και σκληρή στρατιωτικοποιημένη καταστολή˙ Αντιπροσφυγικοί – ρατσιστικοί νόμοι και μαζικές δολοφονίες μεταναστών και προσφύγων στα σύνορα την κρατών από τη μια αλλά και από την άλλη εισαγωγή gastarbeiter κάτω από τις πιο εξευτελιστικές εργασιακές συνθήκες και την πιο σκληρή επιτήρηση˙ αλλοπρόσαλλο μίγμα ατομικιστικής φιλελευθεροποίησης και συντηρητικής οπισθοδρόμησης στις πολιτικές επιθυμίας της Δύσης, έξαλλη φονική καταπίεση σε άλλες περιοχές του πλανήτη.
-
Η τεχνολογία μεταβάλλει την παραγωγική διαδικασία και την εργατική τάξη. Η λήψη κρίσιμων αποφάσεων της παραγωγικής διαδικασίας και της διαχείρισης των «εισροών», ιδιαιτέρως πρόσληψης ή απόλυσης, μέσω της τεχνητής νοημοσύνης έφερε ήδη την πρώτη της σύγκρουση στο Χόλυγουντ. Η τεχνητή νοημοσύνη έχει αρχίσει να εισβάλλει στα εργοστάσια και στις εταιρείες όπου αλγόριθμοι εφοδιασμένοι με κάθε είδους προσωπικά δεδομένα των υπαλλήλων παρακολουθούν την εργασιακή δραστηριότητα σε πραγματικό χρόνο. Οι επιπτώσεις θέτουν υπό αμφισβήτηση τόσο τους καθιερωμένους εργασιακούς κανόνες όσο και τους πυλώνες του συστήματος ασφάλισης, προσλαμβάνουν, αξιολογούν και απολύουν εκατομμύρια ανθρώπους με ελάχιστη ή καθόλου ανθρώπινη επίβλεψη. Η τεχνητή νοημοσύνη μόνη της ή συνδυασμένη με ρομποτική και αυτοματοποίηση αντικαθιστά εργαζόμενους καταργώντας θέσεις ανθρώπινης εργασίας πολύ περισσότερες από αυτές που δημιουργεί. Οι άνεργοι που δημιουργούνται έτσι, καλούνται να μαθητεύουν στις νέες κάθε φορά απαιτούμενες «δεξιότητες» με δικές τους δαπάνες για να ελπίζουν σε μια προσωρινή και «ευέλικτη» εργασία μέχρις ότου οι δεξιότητές τους απαξιωθούν και ξαναρχίσει ο κύκλος της ανεργίας-μετεκπαίδευσης-αναζήτησης κακοπληρωμένης εργασίας.
Στην ίδια κίνηση εντάσσεται και η «τηλεργασία» που εμφανίστηκε στη διάρκεια της πανδημίας και δημιούργησε τη νέα κατηγορία των ψηφιακών νομάδων. Ο εργαζόμενος επιβαρύνεται πλέον με τη δαπάνη εξοπλισμού και λειτουργικού κόστους του χώρου της εργασίας που εντατικοποιεί και αποξενώνεται από τους συναδέλφους του χωρίς δυνατότητα συλλογικής συγκρότησης και συνδικαλιστικής δράσης. Στην περίπτωση της εκπαίδευσης, αποπροσωποποιεί κι έτσι καταργεί την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλοιώνει την παροχή γνώσης, αλλά και στρεβλώνει την κοινωνικοποίηση της νεολαίας. Η ψηφιοποίηση τέλος του κρατικού μηχανισμού και των επιχειρήσεων μεταφέρει τα καθήκοντα των θέσεων εργασίας που καταργεί στους πολίτες/χρήστες. Ιδιαίτερα η ψηφιοποίηση κατευθύνεται κι ενάντια στα συνδικάτα όπου εισάγεται η κρατικά ελεγχόμενη ηλεκτρονική ψηφοφορία για να απονεκρώσει την εσωτερική ζωή τους, να τα ενσωματώσει στο κράτος και να περιστείλει τη δυνατότητα κήρυξης «νόμιμης» απεργίας.
Στα πανεπιστήμια πάλι, η σύνδεση με τις λεγόμενες start up εταιρίες παράγουν μορφές εργασίας στις οποίες είναι δυσδιάκριτο το ποιος είναι ο εργοδότης και ποιος με ποιες αμοιβές και κάτω από ποιες σχέσεις εργασίας παράγει το προϊόν της έρευνας.
-
Οι αλλαγές που συμβαίνουν έχουν αντιφατικές επιδράσεις στην συγκρότηση της συνείδησης. Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες του δυτικού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η αυτοματοποίηση (που σε μια σοσιαλιστική κοινωνία θα άνοιγε το δρόμο προς την έξοδο από το βασίλειο της ανάγκης) λειτουργεί αντιφατικά. Καταργώντας θέσεις εργασίας, προκαλεί πτώση του ποσοστού κέρδους των αυτοματοποιημένων τομέων, η οποία με τη σειρά της επιβάλλει την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού προς τη δημιουργία επιχειρήσεων εντάσεως εργασίας, από όπου με τη διαφοροποίηση των τιμών μεταφέρεται υπεραξία προς τον αυτοματοποιημένο κλάδο ώστε να ισορροπήσουν τα κλαδικά ποσοστά κέρδους. Σε αυτές τις επιχειρήσεις παροχετεύεται το πλεονάζον από την αυτοματοποίηση προλεταριάτο (ντελιβεράδες, τουρισμός, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ψηφιακές εταιρίες πωλήσεων, amazon, ali baba κλπ) όπου οι εξαιρετικά άσχημες συνθήκες εργασίας – υπερεργασία, σπαστά ωράρια, απληρωσιά – έχουν ήδη πυροδοτήσει σημαντικούς αγώνες που τοποθετούν τους εργαζόμενους αυτούς στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης, στην – αποκλειστική άλλοτε– θέση των βιομηχανικών εργατών.
Στον υπόλοιπο κόσμο, εκατομμύρια εργατών ιδίως στην Κίνα και Ινδία, προλεταριοποιούνται εντασσόμενα στον παραδοσιακά σκληρό πυρήνα της εργατικής τάξης, το εργοστάσιο. Αλλά στις χώρες αυτές οι επαναστατικές παραδόσεις ελλείπουν ή έχουν ατονήσει ενώ, οι εμπειρίες συσσωρεύονται σιγά σιγά με την εκδήλωση των αγώνων, κόντρα στην τάση ενσωμάτωσης στα κυρίαρχα αφηγήματα των αρχουσών τάξεων λόγω της – σε απόλυτους αριθμούς- ανόδου του βιοτικού επιπέδου.
Η εργατική τάξη χρειάζεται να επινοήσει εκείνες τις οργανωτικές δομές και εκείνους τους τρόπους επικοινωνίας που θα έφερναν στο ίδιο υψηλό επίπεδο ταξικής συνείδησης όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης, τους ανέργους και τους επισφαλώς εργαζόμενους. Πώς μπορεί να συνδεθούν οι οργανωτικές αναζητήσεις του δυτικού προλεταριάτου με τις ίδιες τις παραδόσεις του και πώς μπορεί να μεταφερθεί η παράδοση και οι σύγχρονες κινηματικές εμπειρίες των Ευρωπαίων εργατών στα «εργοστάσια του πλανήτη» στην Κίνα και την Ινδία όπου 250 εκατομμύρια εργάτες μπορούν να κατεβαίνουν μονομιάς σε απεργία; Αυτός θα ήταν ο ρόλος του παγκόσμιου κόμματος της εργατικής τάξης της Διεθνούς.
Είναι αλήθεια ότι τα αυτοματοποιημένα μηχανικά συστήματα και ιδιαιτέρως η τεχνητή νοημοσύνη «απαλλοτριώνουν» τη γνώση και την εμπειρία που διαρκώς παράγεται από τη ζωντανή εργασία μέσα στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, κωδικοποιούν τις ανθρώπινες εργασιακές πρακτικές, την εμπειρία, τη γνώση και την επινοητικότητα που συσσωρεύεται στην παραγωγική διαδικασία και την αναπαράγουν μηχανικά χωρίς την ανθρώπινη μεσολάβηση. Η εργασία αποστερείται τη γνώση που η ίδια παρήγαγε.
Η εισαγωγή των ψηφιακών δυνατοτήτων στο πλαίσιο του καπιταλισμού γίνεται με τρόπο που ευνοεί τη δημιουργία απλώς καταρτισμένων και αυστηρά επιτηρούμενων από το κράτος και τις εταιρείες διεκπεραιωτών των αποφάσεων της τεχνητής νοημοσύνης σε αντίθεση με ένα μικρό αριθμό ειδικών θα έχει την ικανότητα να συντηρεί και να βελτιώνει τα συστήματα παραγωγής αν δεν το κάνουν οι μηχανές από μόνες τους. Αυτό αναμφισβήτητα αλλοιώνει τις δυνατότητες των εργαζομένων να ελέγξουν την παραγωγική διαδικασία και επομένως να αντιληφθούν την δυνατότητα να απαλλοτριώσουν τους καπιταλιστές που κατέχουν τα μηχανήματα.
Από την άλλη όμως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν παίξει τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη κινημάτων (αραβική άνοιξη, λατινική Αμερική κλπ), στην ενημέρωση σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και στις συζητήσεις και ανταλλαγή ιδεών ανάμεσα σε εργαζόμενους, οργανώσεις και κινήματα που βρίσκονται από την μια μέχρι την άλλη άκρη του πλανήτη. Χρειάζεται να δούμε πως μπορούν να αξιοποιηθούν αυτές οι δυνατότητες και πώς θα μπορούσε να παρακαμφθεί η αστική επιτήρηση.
Το επίπεδο εκπαίδευσης της εργατικής τάξης και των εμπειριών της είναι σήμερα ασύγκριτα ψηλότερο. Η ανάπτυξη συστημάτων marketing που μπορούν να προβλέπουν τη ζήτηση σε τεράστια κλίμακα θα έδινε σε αυτή την εργατική τάξη τεράστιες -σε πραγματικό χρόνο- δυνατότητες όχι μόνο για το σοσιαλιστικό σχεδιασμό της οικονομίας, αλλά τεράστιες επίσης δυνατότητες αποτελεσματικού εργατικού ελέγχου στην παραγωγή και στις υπόλοιπες σφαίρες του καπιταλιστικού οικοδομήματος. Ο έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των εργοστασίων θα περνούσε εύκολα στα χέρια των προλετάριων, ενώ η προϊούσα προλεταριοποίηση της διανοητικής εργασίας εξαλείφει τα τεχνικά μυστικά και την ανάγκη προσφυγής σε μια κάστα ειδικών, που ταλαιπώρησε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και συνέβαλε στην συγκρότηση της γραφειοκρατίας.
Συνολικά οι αντιφατικές συνέπειες της ψηφιακής εποχής και ιδιαιτέρως της τεχνητής νοημοσύνης, κάνουν φανερό ότι η αποφυγή της αλλοτρίωσης της εργασίας δεν θα είναι μια απλή διαδικασία ελέγχων και περιορισμού της τεχνητής νοημοσύνης αλλά ένας βαθύς μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων γύρω από την ανθρώπινη εργασία.
-
Ο καπιταλισμός μετά και πέρα από την ιδεολογική ήττα της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, έχει, με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, επιβάλει μια δεύτερη, βαθύτερη ίσως μεταστροφή στην συνείδηση του προλεταριάτου. Η συστηματική νεοφιλελεύθερη αποσύνθεση, του συλλογικού και του κράτους προνοίας, η αναρχία των αγορών, η αύξηση του χάους και της κοινωνικής εντροπίας παρουσιάζονται ως ιστορική πρόοδος και οι προσδοκίες του συλλογικά ανίσχυρου εξατομικευμένου «πολίτη» εγκλωβίζονται στον στενό χρονικό ορίζοντα του πρόχειρου και προβλέψιμου αυτοσχεδιασμού. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ChatGPT, προωθούν ένα ιδιότυπο ναρκισσιστικό υποκείμενο ενός παράλληλου ψηφιακού σύμπαντος ως ατομική διαφυγή του αλλοτριωμένου εργάτη από τη νεοφιλελεύθερη δυστοπία. Η εργατική συνείδηση έχει δεχτεί ισχυρό πλήγμα.
Το εξαγόμενο για το ζήτημα της συνείδησης όπως διαμορφώνεται σήμερα, είναι η αποδοχή του αφηγήματος ότι υπάρχει ένας εχθρός εκεί έξω, ο «ξένος», ο «άλλος», ο «διαφορετικός», που γυρεύει να ανατρέψει την «κανονικότητα», να στερήσει τη δουλειά του ή την ασφάλεια του του προλετάριου. Η «άμυνα» των μαζικών κρατικών δολοφονιών προσφύγων στα σύνορα και η αδιαφορία για τις μαζικές δολοφονίες, καταστροφές και καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις περιοχές που μαίνονται πολεμικές συγκρούσεις είναι οι δύο όψεις ίδιας ψευδούς συνείδησης. Αυτής που μπορεί να φτάνει μέχρι την άρνηση της ανθρώπινης ιδιότητας του «αντιπάλου» όπως συμβαίνει στην Παλαιστίνη.
Η έλλειψη μαζικών επαναστατικών κομμάτων και αντικαπιταλιστικής πολιτικής προοπτικής καταδικάζει τις μάζες στα κινήματα, στις εξεγέρσεις και στις κοινωνικές εκρήξεις που προκαλεί η καπιταλιστική κρίση καθημερινά να πιάνονται από ό,τι βρίσκουν μπροστά τους για να αμυνθούν (θρησκευτικά, μειονοτικά, εθνοτικά) ή να περιορίζονται σε κινηματικές εξάρσεις χωρίς αύριο (Τέμπη) και επιμέρους αγώνες. Ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε ότι η συνείδηση που διαμορφώνει αυτή η αυξημένη νεοφιλελεύθερη εντροπία είναι κάτι που πατάει σε σταθερά ιδεολογικά, πολιτικά και πολύ περισσότερο οργανωτικά βάθρα. Είναι κάτι πολύ μερικό και πρόσκαιρο και η συστηματική δουλειά των επαναστατών μπορεί να μην χρειαστεί παρά μια εξεγερτική δόνηση για να συμπυκνωθεί σε ταξική συνείδηση.
-
Στη σημερινή συγκυρία παρά την υποχώρηση του εργατικού κινήματος, η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ξεσπούν συχνά σε μαζικές και βίαιες εκρήξεις ενάντια στο δυστοπικό περιβάλλον του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού και άλλοτε πετυχαίνουν νίκες και κατακτήσεις, άλλοτε αλλάζουν τους πολιτικούς συσχετισμούς υπέρ τους και άλλοτε ηττώνται ακόμα και με την επιβολή αιματηρών δικτατοριών. Ωστόσο αυτοί οι αγώνες δεν αφήνουν ένα γενικό αποτύπωμα στην συνείδηση της εργατικής τάξης και έχουν χαρακτήρα αποσπασματικό που δεν διαμορφώνει ένα ρεύμα αντικαπιταλιστικό παρά το γεγονός ότι όλοι στον πυρήνα τους έχουν το ζήτημα της διαχείρισης της οικονομίας και της κοινωνίας χωρίς όμως να προβάλουν μια συνεκτική εναλλακτική -πολύ περισσότερο σοσιαλιστική- λύση. Τα αιτήματα παραμένουν στα πλαίσια της καλυτέρευσης του βιοτικού επιπέδου ή της υπεράσπισης αυτού που υπάρχει, της δημοκρατικής λειτουργίας της διακυβέρνησης, και του δικαιωματισμού με εμφανή την έλλειψη ενός μεταβατικού επαναστατικού προγράμματος. Η νικηφόρα απεργία στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία, η επίσης νικηφόρα απεργία των ηθοποιών στο Χόλυγουντ, το ηττημένο αλλά πιο ώριμο πολιτικά κίνημα κατά της αντιδραστικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του Macron, το αυτοοργανωμένο εργατικό κίνημα του Καζακστάν που κατέπνιξε ο Ρωσικός στρατός, η δημοκρατική εξέγερση στο Σουδάν που είδε τις ελπίδες της να πνίγονται στην παλινόρθωση της στρατιωτικής δικτατορίας, εξέγερση κατά της εθνικής, οικονομικής και πολιτικής καταπίεσης στη Μυανμάρ, που ηττήθηκε από το στρατό και οδηγείται στην εθνοκάθαρση, η φεμινιστική εξέγερση στο Ιράν μετά την κρατική δολοφονία μιας έφηβης που δεν φορούσε «σωστά» το τσεμπέρι και τέλος η Παλαιστινιακή αντίσταση που δεν έχει τίποτε να κερδίσει ούτε από την στήριξη στον αντιδραστικό «άξονα αντίστασης» Χαμάς- Ιράν- Χεζμπολάχ-Χούθι, ούτε από τα κούφια λόγια της Τουρκίας και των αντιδραστικών αραβικών καθεστώτων, αποτελούν έναν μακρύ κατάλογο τέτοιων αποσπασματικών ή χωρίς συνεκτική πολιτική εναλλακτική αγώνων.
-
Ίσως όμως στη Λατινική Αμερική να εμφανίζει με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο τις αντιφάσεις, τις ανεπάρκειες αλλά και τις δυνατότητες των λαϊκών αγώνων στην σημερινή φάση κρίσης. Μετά τις αποτυχίες των δυτικών ιμπεριαλιστών στην Βολιβία και την Βενεζουέλα να ανατρέψουν τις κυβερνήσεις του λεγόμενου «προοδευτισμού», λαϊκές εξεγέρσεις στην Χιλή και την Κολομβία έφεραν στην εξουσία νέες προοδευτικές κυβερνήσεις ( Μπόριτς και Πέτρο). Η ήττα του ακροδεξιού Μπολσονάρο από τον Λούλα στην Βραζιλία και ο «αριστερός» Ομπραδόρ στο Μεξικό μαζί με την άνοδο στην εξουσία κεντροαριστερών κυβερνήσεων στην Ονδούρα και το Περού δημιούργησαν μια νέα «αριστερή» ταλάντωση στο εκκρεμές της ταξικής πάλης Ο λεγόμενος «προοδευτισμός» που περιλαμβάνει την λατινοαμερικάνικη κεντροαριστερά (Περονικοί στην Αργεντινή, σοσιαλιστές και κομμουνιστικό κόμμα στην Χιλή, εργατικό κόμμα του Λούλα στην Βραζιλία) μαζί με τις ειδικές μορφές του Τσαβισμού στην Βενεζουέλα και του Μοράλες στην Βολιβία πέτυχε για ένα διάστημα, εκμεταλλευόμενη την ευνοϊκή συγκυρία της παγκοσμιοποίησης για το εξορυκτικό αγροτο-εξαγωγικό -και επομένως αποικιοκρατικό παραγωγικό μοντέλο που υπήρχε να διαχειριστεί την καπιταλιστική οικονομία αυξάνοντας το ΑΕΠ, μειώνοντας την φτώχεια με επιδοματικές πολιτικές, αυξάνοντας όμως τις κοινωνικές ανισότητες και την άνιση διανομή του πλούτου που παράχθηκε! Δεν ήρθε ποτέ σε άμεση σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και έπαιξε πάντα τον ρόλο του αναχώματος στις εργατικές διεκδικήσεις. Παράλληλα όμως με τον «προοδευτισμό» εμφανίστηκε και μια συσπείρωση της δεξιάς και της ακροδεξιάς μαζί με τους νεοφιλελεύθερους που αντιδρούσε στην επιδοματική πολιτική υπερασπιζόμενη το ορθόδοξο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που επιθυμεί η Ουάσιγκτον για την λατινοαμερικάνικη πίσω αυλή της. Η εμφάνιση αυτής της ακροδεξιάς τάσης επισπεύστηκε ως απόκριση μιας βαθιά συντηρητικής και ρατσιστικής κοινωνίας στην άνοδο των κινημάτων για τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες για τις γυναίκες, τη Λοατκι κοινότητα και φυσικά για την αυτονομία των αυτοχθόνων ινδιάνων.
Η νέα άνοδος του προοδευτισμού έφτασε πολύ γρήγορα και εντελώς άδοξα στα όριά της. Το σύνταγμα Μπόριτς, «πιο προοδευτικό σύνταγμα στον πλανήτη» που όμως δεν απαντούσε σε καμία από τις πραγματικές προσδοκίες των Χιλιανών απορρίφθηκε από το δημοψήφισμα και το ρεύμα υπέρ του Μπόριτς μεταστράφηκε προς τη δεξιά. Η περονική κυβέρνηση της Αργεντινής εκτοπίστηκε από το νεοφιλελεύθερο ακροδεξιό Μιλέι. Η ακροδεξιά επανακάμπτει πολώνοντας τις κοινωνίες και ο προοδευτισμός δεν θέλει και δεν μπορεί να δώσει λύσεις. Τα ελπιδοφόρα μηνύματα βρίσκονται στα κινήματα που όμως δεν έχουν καταφέρει να συγκροτήσουν ένα ενιαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μια κατάλληλη οργανωτική μορφή. Ο κινηματικός δικαιωματισμός από μόνος του δεν μπορεί να δώσει διέξοδο.
-
Θα περίμενε κανείς οι αδυναμίες του εργατικού κινήματος να έχουν ισχυροποιήσει τους πολιτικούς εκπροσώπους των αρχουσών τάξεων. Η βαθιά κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, η αδυναμία του να αντιμετωπίσει τις διαρκείς ανισορροπίες και αντιφάσεις που δημιουργεί, η αχαλίνωτη σήψη των πολιτικών εκπροσώπων που διαπλέκονται με το κεφάλαιο για να προωθήσουν τα συμφέροντα των πολυεθνικών στους διάφορους θεσμούς εξουσίας δεν αφήνει στην αστική τάξη άλλη δυνατότητα απόκρισης στην κρίση από την επίθεση στους εργατικούς μισθούς και τον οικονομικό ακόμα και θερμό πόλεμο με τους ανταγωνιστές. Η αδυνατότητα ενός ηγεμονικού ή έστω στοιχειωδώς πειστικού πολιτικού σχεδίου που θα επέτρεπε στην αστική τάξη να παρουσιαστεί ως ο εκφραστής ολόκληρου του έθνους και να ενσωματώσει τις μάζες, έχει οδηγήσει σε μια ανατροφοδοτούμενη πολιτική κρίση.
Στην Κίνα το καθεστώς Σι φαίνεται να έχει τώρα σταθεροποιηθεί μετά από τις σοβαρές αναταράξεις που έφεραν η πολιτική zero–covid, οι προσπάθειες του Σι να ελέγξει τις εταιρίες τεχνολογίας, η κρίση στα ακίνητα, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η ανεργία των νέων και το δημογραφικό πρόβλημα. Για την ευταξία όμως, το καθεστώς όμως επαφίεται όλο και περισσότερο στον τεράστιας έκτασης μηχανισμό επιτήρησης και κοινωνικού ελέγχου που έχει διαμορφώσει.
Στην Ρωσία η κυριαρχία του Πούτιν στηρίζεται στους μηχανισμούς καταστολής κάθε διαμαρτυρίας για τον πόλεμο. Ωστόσο η άμβλυνση των επιπτώσεων του πολέμου και των κυρώσεων στο βιοτικό επίπεδο και ο Μεγαλορωσικός σωβινισμός που τροφοδοτεί ο πόλεμος, διαμορφώνουν μια σχετική και ασταθή αποδοχή των πολιτικών του Ρωσικού ιμπεριαλισμού.
Η Ινδία επίδοξη υπερδύναμη κλυδωνίζεται από τις εσωτερικές της αντιφάσεις από τις οποίες προήλθαν τόσο η μεγαλύτερη απεργία της ιστορίας όσο και οι αγροτικές κινητοποιήσεις αλλά ιδιαιτέρως και από την προσπάθεια επιβολής και επικράτησης του Ινδουιστικού εθνικισμού σε μια χώρα μωσαϊκό θρησκειών. Πολιτικά ωστόσο ο Μόντι δεν έχει αξιόλογο αντίπαλο.
Στις ΗΠΑ γύρω από μια διχασμένη αστική τάξη συγκροτούνται από τη μια η Ρεπουμπλικανική συντηρητική, θρησκευόμενη, απομονωτική, κοινωνικά αντιδραστική, ανορθολογική και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, «λευκή» και οπλοφορούσα Αμερική και, από την άλλη, η υποτιθέμενη Δημοκρατική «προοδευτική» πλευρά που απλώς παρακολουθεί την εξάπλωση των ζωνών φτώχειας και την αύξηση των ανισοτήτων, που εμπλέκεται όλο και περισσότερο στους πολέμους και επιδοτεί το κεφάλαιο στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης. Τα κινήματα ωστόσο που αποδεσμεύονται από τους δημοκρατικούς και συνταράσσουν το κατεστημένο δεν μπορούν να εμποδίσουν το ανελεύθερο καθεστώς των υπερπλουσίων με δημοκρατική πρόσοψη.
Από το 2015 η Βρετανία έχει αλλάξει τέσσερις πρωθυπουργούς. Το Brexit έχει αποτύχει αλλά οι αυταπάτες για αναβίωση των αυτοκρατορικών μεγαλείων δημιουργούν την υπερβάλλουσα επιθετικότητα που υπονομεύει ακόμα και την Αμερικανική διπλωματία που, στο παρασκήνιο, ψάχνει λύση στο Ουκρανικό.
Οι βαθιά κυνικές και αποκομμένες από την πραγματική ζωή και την κοινωνία οικονομικές και πολιτικές ελίτ στερούν από το ίδιο το πολιτικό τους προσωπικό την δυνατότητα ενός κάποιου συνεκτικού πολιτικού σχεδίου βάζοντάς το στο ίδιο κάδρο «κρίσης ηγεσίας» με την υπόλοιπη Ευρώπη, όπου το ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ δείχνει να βυθίζεται στις ίδιες του τις αντιφάσεις. Η κατάσταση των πραγμάτων της Ευρώπης κάνει ακόμα σαφέστερο ότι η ΕΕ των πολυεθνικών δεν μετασχηματίζεται σε Ευρώπη των λαών κάτω από τον καπιταλισμό και ότι η επαναστατική ρήξη με την ΕΕ, όχι προς μια εθνική αυτοδύναμη καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά προς την αντικαπιταλιστική διέξοδο και την πάλη για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης είναι η μόνη απάντηση από την άποψη της εργατικής υπόθεσης.
Στην Γερμανία η οικονομική κρίση συνδυασμένη με γεωπολιτικές μετατοπίσεις και την ενεργειακή κρίση αποτρέπει επενδύσεις στους κρίσιμους τομείς της βιομηχανίας οδηγώντας στην ύφεση και τη συνεχή φθορά του τρικομματικού κυβερνητικού «συνασπισμού του φαναριού». Η Ακροδεξιά του AfD αξιοποιεί τόσο κρίση και ανέρχεται ραγδαία ενώ η παραδοσιακή δεξιά της «Χριστιανής Ένωσης» αδυνατεί «κεφαλαιοποιήσει» τη φθορά του κυβερνητικού συνασπισμού.
Στη Γαλλία η σύγκρουση για το ασφαλιστικό απονομιμοποίησε τον Μακρόν ενώ η Λεπέν ανεβαίνει. Παρά τις κινητοποιήσεις από τα κίτρινα γιλέκα μέχρι τις πρόσφατες μεγάλες απεργίες και συγκρούσεις δεν φαίνεται να ενισχύεται η κεντροαριστερά την ίδια στιγμή που η ισλαμοφοβία αλλά και οι εκρήξεις στα προάστια των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς είναι συνεχείς.
Οι βουλευτικές εκλογές στην Ολλανδία, πέμπτη σε μέγεθος οικονομία της ΕΕ, ανέδειξαν αναπάντεχα πρώτη δύναμη την ακροδεξιά του Γκέερτ Βίλντερς,ενώ τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα απλώς τη ρητορική του.
Ο εθνικιστής Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν, βρίσκει στην απουσία στρατηγικής της ΕΕ για την προς ανατολάς επέκτασή της τον απαραίτητο πολιτικό χώρο για τη φιλορωσική του πολιτική μπλοκάροντας την υποστήριξη και την ενταξιακή πορεία της Ουκρανίας σε πείσμα των υπολοίπων «εταίρων». Οι σκέψεις για κατάργηση του βέτο και για ΕΕ πολλών ταχυτήτων είναι έκφραση της πολιτικής της κρίσης.
Αντίθετα, η μεταφασίστρια πρωθυπουργός της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, προσχώρησε στην κυρίαρχη πολιτική και γίνεται πλέον δεκτή με αγκαλιές στα ευρωπαϊκά πολιτικά «σαλόνια».
Στις, ελέω πολέμου στην Ουκρανία, νατοϊκές πλέον Φινλανδία και Σουηδία η Ακροδεξιά είναι κυβερνητικός εταίρος.
Η πανδημία COVID-19 και τα lockdown υπέθαλψαν τον ανορθολογισμό και τη συνωμοσιολογία και «ριζοσπαστικοποίησαν» προς την άκρα δεξιά ένα μέρος του πληθυσμού, το οποίο ενισχύθηκε από τις οδυνηρές συνέπειες της ενεργειακής κρίσης και των πολέμων στην Ουκρανία και την Παλαιστίνη, αποκαλύπτοντας μια ανήμπορη ΕΕ και προκαλώντας τη φθορά παραδοσιακών δεξιών κι αριστερών κομμάτων εξουσίας, αλλά και την ευθεία αμφισβήτηση θεσμών και αξιών. Οι μάζες που αποδεσμεύονται από τα κυρίαρχα προτάγματα του μεγάλου κεφαλαίου δεν στρέφονται προς τη χρεοκοπημένη διαχειριστική αριστερά αλλά αμφισβητούν την αστική κοινωνική τάξη πραγμάτων από τα δεξιά. Η σημερινή ακροδεξιά στην Ευρώπη δεν έχει ούτε το είδος της οργάνωσης ούτε την ιδεολογική ενσωμάτωση των μαζών του φασισμού, πράγμα που εξηγεί και την εύκολη μετατροπή τους σε συστημικά mainstream κόμματα με την άνοδο τους στην εξουσία. Ωστόσο αποτελούν απειλή για το εργατικό κίνημα πρώτα δεσμεύοντας εργατικές μάζες μακριά από την ταξική οργάνωση και δεύτερον γιατί, δοθεισών των συνθηκών, είναι απολύτως δυνατή η γοργή μετατροπή τους σε φασιστικά κόμματα.
Συνολικά διαμορφώνεται μια αντιφατική και επιρρεπής σε μεγάλες και απότομες αλλαγές συνείδηση. Η πολιτική και ιδεολογική άνοδος της δεξιάς και της ακροδεξιάς δεν βασίζονται σε υλικούς όρους, αλλά στον φόβο της αβεβαιότητας για το αύριο που μεγεθύνει το απολιτικό περιβάλλον των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της διαχείρισης της πληροφορίας αλλά και η συνειδητή προώθηση ιδεών και συμπεριφορών μέσα από αυτά. Είναι ωστόσο βέβαιο καθώς η ανέχεια συσσωρεύεται και η νεολαία ασφυκτιά, ότι η διάχυτη αγανάκτηση, θα φέρει κοινωνικές εκρήξεις που όμως θα σβήνουν χωρίς να συγκροτούν μια εναλλακτική πρόταση ενόσω καθυστερεί η ώσμωσή της με τις επαναστατικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος.
-
Η γενική πολιτική εικόνα μπορεί να συνοψισθεί σε δύο σημεία.
Πρώτον φαίνεται ότι ο ρεφορμισμός -με την κλασσική έννοια του όρου- όλο και λιγότερο θα επηρεάζει το εργατικό κίνημα πολιτικά ιδεολογικά και οργανωτικά τουλάχιστον στην Ευρώπη. Ο βασικός εχθρός για την εργατική πολιτική θα είναι η ακροδεξιά και η κεντροδεξιά πολιτική που όλο και περισσότερο συγχωνεύονται. Ωστόσο, ο ρεφορμισμός αφήνει πίσω του μια (έστω και αποδυναμωμένη, συμβιβασμένη και υποταγμένη) εργατική γραφειοκρατία σε όλες τις της αποχρώσεις που θα συνεχίσει να διαχέει ρεφορμιστικές απόψεις στα κινήματα και τους αγώνες αλλά όχι με τον οργανωμένο τρόπο (από την άποψη της μαζικής επιρροής στους εργαζόμενους και τα συνδικάτα) όπως τουλάχιστον τον γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Δεύτερον η ανασύνθεση και ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να περάσει από την αναβίωση πλατιών ρεφορμιστικών συμμαχιών και κομμάτων. Η κρίση του καπιταλισμού είναι τόσο γενικευμένη ώστε κανένα πολιτικό πρόγραμμα που θα ενσωματώνει κάποιες μερίδες των εργαζομένων σε μια μορφή διαχείρισης του συστήματος δεν θα είχε πιθανότητες επιτυχίας. Η κλιματική αλλαγή και ο πόλεμος θα φέρνουν όλο και περισσότερο τις λαϊκές μάζες αντιμέτωπες με τα πιο βαθιά αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του συστήματος. Η πολιτική επομένως ανεξαρτησία από το ρεφορμισμό κατά τη διαδικασία συγκρότησης επαναστατικού μεταβατικού προγράμματος και επαναστατικών κομμάτων είναι μονόδρομος αν θέλουμε να απαντήσουμε από εργατική σκοπιά στις επιπτώσεις της κρίσης του καπιταλισμού και να οικοδομήσουμε το όραμα μιας άλλης κοινωνίας.