Κώστας Δικαίος
Α. Διεθνή
Η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας
-
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία μέσα στην κρίση της έχει αυξήσει την ανισότητα. Το μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου που πηγαίνει στο πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού αυξήθηκε και έφτασε στο τέλος του 2021 το 45,6%, ενώ το 2019 ήταν στο 43,9%. Από την άλλη, 2,8 δισεκατομμύρια ενήλικες – το 53,2% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού – είχε μόλις το 1,1% του παγκόσμιου πλούτου. Το σημαντικό είναι ότι μια τάση υποχώρησης της ανισότητας που φάνηκε ως ένα βαθμό από τις αρχές του αιώνα και η οποία σε μεγάλο βαθμό αφορούσε τη σημαντική βελτίωση ως προς τα εισοδήματα που είχαν κυρίως πολύ φτωχά αγροτικά στρώματα στην Κίνα και την Ινδία, που πήγαν στις πόλεις και στα εργοστάσια και όπου μπορεί να μη βρήκαν πραγματική βελτίωση των συνθηκών εργασίας, όμως είδαν άλμα στα πραγματικά τους εισοδήματα (Για παράδειγμα, ανάμεσα στο 2008 και το 2018, περίπου 125 εκατομμύρια Κινέζοι έπαψαν να ανήκουν στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα του παγκόσμιου πληθυσμού ενώ και τα μεσαία εισοδήματα ενισχύθηκαν), αυτή τη στιγμή έχει εξαντλήσει τη δυναμική της και ως ένα βαθμό αντιστρέφεται. Φέτος (2023) αναμένεται ότι 263 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι θα πέσουν σε ακραία φτώχεια την ίδια στιγμή που οι δισεκατομμυριούχοι βλέπουν την περιουσία τους να αυξάνεται σε 24 μήνες όσο σε 23 χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση της Oxfam. Οι εταιρείες στους τομείς της ενέργειας, των τροφίμων και των φαρμακευτικών προϊόντων, όπου κυριαρχούν τα μονοπώλια, σημειώνουν κέρδη ρεκόρ, παρόλο που οι μισθοί μόλις έχουν υποχωρήσει και οι εργαζόμενοι παλεύουν να αντιμετωπίσουν υψηλές τιμές δεκαετιών. Στην πανδημία και την ενεργειακή κρίση οι κεντρικές τράπεζες για να σώσουν την οικονομία από την κατάρρευση, μείωσαν τα επιτόκια, μειώνοντας έτσι το κόστος δανεισμού και αυξάνοντας την προσφορά χρήματος. Έδωσαν επίσης τρισεκατομμύρια δολάρια στις χρηματοπιστωτικές αγορές με στόχο να ενθαρρύνουν τις εταιρείες να επενδύσουν στην οικονομία. Αυτές οι παρεμβάσεις προκάλεσαν έκρηξη στην αξία των μετοχών, των ομολόγων και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, κάνοντας τους πλούσιους πλουσιότερους αλλά τροφοδότησαν και τον πληθωρισμό κάνοντας του φτωχούς φτωχότερους.
-
Ενώ η κρίση που προκάλεσε η πανδημία δεν είχε περάσει ακόμα, μια νέα ανισορροπία απείλησε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Εμφανίστηκαν πληθωριστικές πιέσεις στην ενέργεια (που συμπαρέσυραν όλη την οικονομία) και τα τρόφιμα (λόγω και μείωσης της παραγωγής από τις καταστροφές από την κλιματική αλλαγή) , οι οποίες αποδόθηκαν στα προβλήματα της απότομης αύξησης της ζήτησης μετά την πανδημία και στην δυσκολία των εφοδιαστικών αλυσίδων να καλύψουν αυτήν την ζήτηση. Αργότερα προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον πόλεμο στην Ουκρανία σαν την κύρια αιτία για την ακρίβεια. Οι αυξήσεις των τιμών στην ενέργεια, τις πρώτες ύλες και τα τρόφιμα δημιούργησαν πληθωρισμό ο οποίος απειλεί με εξάπλωση της ενεργειακής φτώχειας και της οικονομικής ένδειας σε όλο και μεγαλύτερα κομμάτια των λαϊκών στρωμάτων αλλά ταυτόχρονα διαβρώνει την αξία του πιο πολύτιμου περιουσιακού στοιχείου των ιδιωτών πιστωτών/χρηματιστών και τραπεζών: των χρημάτων που έχουν δανείσει (ομόλογα, υποθήκες κ.λπ. τα οποία αποπληρώνονται στις ονομαστικές τους τιμές συν τους τόκους υπολογισμένους με τα χαμηλά όμως επιτόκια της προηγούμενης περιόδου, ενώ λόγω πληθωρισμού το χρήμα έχει χάσει την αρχική του αξία και άρα οι τόκοι πιθανά να μην καλύπτουν την χασούρα), δυσκολεύει κάθε οικονομικό προγραμματισμό (και άρα τις επενδύσεις) και ευνοεί την μεταφορά της οικονομικής δραστηριότητας σε βραχυπρόθεσμες και συχνά κερδοσκοπικές συναλλαγές. Οι επιπτώσεις των παραπάνω στην παγκόσμια οικονομία είναι πολλαπλές για αυτό ήδη από την αρχή της άρσης των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία και τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης οι κεντρικές τράπεζες άρχισαν να κόβουν το πολύ φθηνό χρήμα που έριξαν στην αγορά για να στηρίξουν το κεφάλαιο και τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που μέσω αγοράς ομολόγων έκαναν πολύ φθηνό τον δανεισμό των κυβερνήσεων, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός και η αύξηση των χρεών από την πανδημία. Έκλεισαν ακόμα περισσότερο την στρόφιγγα αυξάνοντας τα επιτόκια δανεισμού, με στόχο να προκαλέσουν μείωση του δανεισμού και της κατανάλωσης, της παραγωγής και των επενδύσεων άρα ύφεση και ανεργία (με στόχο την μείωση της ζήτησης και άρα των τιμών) και μάλιστα σε συνθήκες γεωπολιτικών συγκρούσεων και πολέμων, με θύμα την ανάκαμψη που όλοι περίμεναν μετά τους περιορισμούς λόγω covid. Η παγκόσμια ανάπτυξη το 2021 διαμορφώθηκε σε 6% παρά την επίδραση του Covid-19, το 2022 όμως ήταν 3,3%, ενώ η πρόβλεψη για το 2023 είναι 3% και μόλις 2,7% για το 2024. Ειδικά για την Ευρωζώνη, προβλέπεται πλέον για φέτος ανάπτυξη 3,5% και για του χρόνου μόλις 0,5%, ενώ συγκριτικά το 2021 η αύξηση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση είχε φτάσει το 5,2%. Μάλιστα για τη Γερμανία και την Ιταλία αναμένεται για το 2023 ύφεση της τάξης του 0,3% και του 0,2% αντίστοιχα.
-
Την άνοιξη του 2023 ήρθαμε και πάλι αντιμέτωποι με το φάσμα της κρίσης του 2008 (κατάρρευση της Lehman Brothers που προκάλεσε παγκόσμια κρίση). Τρείς τράπεζες στις ΗΠΑ (ανάμεσά τους η Silicon Valey Bank που υποτίθεται ότι χρηματοδοτούσε την ατμομηχανή της ανάπτυξης στην χώρα δηλαδή τον τομέα υψηλής τεχνολογίας -καινοτομίας και Start Up και άλλες δυο που ειδικεύονταν στην φούσκα των κρυπτονομισμάτων) και μια στην Ευρώπη (Credit Swiss) κατέρρευσαν, με τις αρχές των ΗΠΑ να σπεύδουν να αναλάβουν πλήρως όλες τις υποχρεώσεις της SVB που τελικά εξαγοράστηκε, ενώ το τραπεζικό σύστημα στις ΗΠΑ δανείστηκε από την κεντρική τράπεζα FED τουλάχιστον μισό τρις δολάρια για να διασωθεί από τις αναταράξεις και να αποτραπεί προς το παρών μια επέκταση της κρίσης σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας.
Ενώ όμως η κρίση του 2008 ήταν αποτέλεσμα της απορρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα (απουσία κανόνων στο παιχνίδι του δανεισμού πράγμα που επέτρεπε τις πιο παράτολμες και επισφαλείς χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες – το νεοφιλελεύθερο δόγμα απαγορεύεται το απαγορεύεται για το κεφάλαιο που δημιούργησε φούσκες όπως αυτή των ακινήτων) η σημερινή τραπεζική κρίση μοιάζει να είναι κρίση της ίδιας της επαναρρύθμισης που επιχειρήθηκε την επαύριον του 2008 δηλαδή της λεγόμενης ποσοτικής χαλάρωσης με την οποία οι κεντρικές τράπεζες έριχναν ζεστό χρήμα στην αγορά για να τονώσουν την ζήτηση και να συντομεύσουν την ύφεση. Η SVB είχε συντηρητικό χαρτοφυλάκιο σε ομοσπονδιακά ομόλογα των ΗΠΑ τα οποία είναι αξιόπιστα αφού η κυβέρνηση είναι δύσκολο να αρνηθεί να αποπληρώσει το χρέος της. Ωστόσο η πρόσφατη άνοδος των επιτοκίων από την FED για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός, οδήγησε σε άνοδο των επιτοκίων καταθέσεων και επομένως σε μείωση των κερδών αφού τα επιτόκια των παλιών ομολόγων που κατείχε παρέμεναν σταθερά. Ακόμα περισσότερο η απορρύθμιση λόγω πανδημίας και γεωπολιτικών συγκρούσεων πίεσε την παραγωγή στον τομέα της τεχνολογίας ο οποίος απέσυρε καταθέσεις για να την στηρίξει, αλλά και για να αγοράσει νέα ομόλογα με αυξημένα επιτόκια που απέδιδαν περισσότερο από τις καταθέσεις. Αυτό όμως σήμαινε ότι η SVB έπρεπε να πουλήσει ομόλογα στην δευτερογενή αγορά για να αποκτήσει ρευστότητα και να δώσει πίσω τις καταθέσεις. Τα παλιά ομόλογα όμως είχαν χάσει την αξία τους λόγω πληθωρισμού (βλέπε παραπάνω) και πουλιόνταν σε χαμηλότερες τιμές από την ονομαστική τους αξία πράγμα που σήμαινε ότι η τράπεζα έχανε τεράστια κεφάλαια!
Επομένως η ποσοτική χαλάρωση και τα χαμηλά επιτόκια (ένα κενσυανό μετρό που εφάρμοσαν νεοφιλελεύθεροι τραπεζίτες) οδήγησε σε μια πρόσκαιρη ανάπτυξη αλλά μεσοπρόθεσμα δημιούργησε πληθωρισμό πράγμα που απορύθμισε την αγορά και οδήγησε την FED σε μια πολιτική απότομης αύξησης των επιτοκίων με αποτέλεσμα όμως παγίδες όπως αυτή της SVB αλλά και κινδύνους αύξησης των κόκκινων δανείων αφού οι οφειλέτες δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα αυξημένα επιτόκια. Ένας φαύλος κύκλος που δείχνει τις εγγενείς αντιφάσεις του πυρήνα της καπιταλιστικής οικονομίας.
-
Που οφείλεται όμως η εμφάνιση του πληθωρισμού;
Πρώτα από όλα στον ίδιο τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίση του 2008 στην Δύση. Δηλαδή στις συνθήκες χαμηλών επιτοκίων-που ενισχύονταν από τις ευνοϊκές συνθήκες χαμηλού πληθωρισμού – και φθηνού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις με στόχο να διευκολυνθούν οι επενδύσεις. Στην αρχή, οι κυβερνήσεις διέσωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα που είχε καταρρεύσει. Στη συνέχεια στήριξαν τις εταιρείες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τέλος προσπάθησαν να μετριάσουν το πλήγμα των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος με επιδοτήσεις. Αν οι ενέσεις ρευστότητας κατευθύνονταν σε παραγωγικές επενδύσεις και ανάπτυξη τεχνολογικών υποδομών, η αύξηση της παραγωγικότητας θα έφερνε πιθανά μια σχετική αύξηση των όγκου κερδών λόγω αύξησης της παραγωγικότητας. Ωστόσο, τα αναιμικά ποσοστά κέρδους της πραγματικής οικονομίας, αποτέλεσμα της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους (η δομική αντίφαση του ΚΤΠ) απώθησαν τους δανειολήπτες που, κυνηγώντας το κέρδος σαν καλοί καπιταλιστές, προτίμησαν να ξοδέψουν μεγάλο μέρος από αυτά σε μη παραγωγικές επενδύσεις, κατανάλωση και χρηματοπιστωτικές ευκαιρίες, απαντώντας στη συρρίκνωση του περιθωρίου κέρδους τους με αυξήσεις των τιμών. Η πάντα άσβεστη δίψα του κεφαλαίου για κέρδος είναι ένας από τους λόγους εμφάνισης του σημερινού πληθωρισμού.
Δεύτερον η λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» αποτελεί το βασικό παραγωγικό μοντέλο της καπιταλιστικής οικονομίας που υποτίθεται ότι θα την βγάλει από την κρίση. Από τις ΑΠΕ μέχρι τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα ΜΜΜ υδρογόνου, νέες επενδύσεις πραγματοποιούνται και εξαγγέλλονται και νέες κερδοφόρες αγορές στήνονται. Πράγματι ανάμεσα στον Ιανουάριο και τον Αύγουστο του 2022 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά στην Ευρώπη αυξήθηκε κατά 32% και από ανεμογεννήτριες κατά 26%. Ωστόσο το 2020 ούτε το 10% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας δεν μπόρεσε να καλυφθεί από αυτά. Αντίθετα το βασικό μέσο μεταπήδησης στην λεγόμενη πράσινη ενέργεια αποτέλεσε το φυσικό αέριο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ρεύματος, για την θέρμανση αλλά και για τις ενεργειακές ανάγκες των ευρωπαϊκών βιομηχανιών (υαλουργία, χημικά, μέταλλα). Ήδη όμως πριν από τον πόλεμο οι ΗΠΑ έθεταν εμπόδια στην λειτουργία του αγωγού Nord Stream 2, στο όνομα της απεξάρτησης από την Ρωσία, πράγμα που μείωνε τις δυνατότητες της Γερμανίας να εξασφαλίσει επάρκεια προκαλώντας αύξηση των τιμών. Παράλληλα μια σειρά από χώρες της Μέσης Ανατολής με πρώτη την Σαουδική Αραβία μείωσαν τις επενδύσεις σε εξορύξεις πετρελαίου και επένδυσαν στην πράσινη μετάβαση μέσω φωτοβολταικών την οποία χρηματοδοτούν με τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου ώστε να διατηρούνται αυξημένες οι τιμές του, κόντρα την οργή των ΗΠΑ. Το ίδιο έκαναν και οι ευρωπαϊκές εταιρίες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Βόρεια Θάλασσα. Παράλληλα ο ίδιος ο μηχανισμός τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος που το συνέδεε με την τιμή του φυσικού αερίου μέσω του Χρηματιστηρίου ενέργειας προκάλεσε την μεγάλη άνοδο των τιμών. Αυτός προέβλεπε ότι η τιμή του ρεύματος υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στον πιο ακριβό τομέα που παράγει ρεύμα. Αυτό σημαίνει ότι οι ΑΠΕ, η πυρηνική ενέργεια και τα υδροηλεκτρικά -που έχουν χαμηλό κόστος παραγωγής- πωλούσαν με υψηλές τιμές που καθορίζονταν από τα εργοστάσια που χρησιμοποιούσαν για την παραγωγή ρεύματος το πανάκριβο φυσικό αέριο και άρα είχαν αυξημένα κέρδη, την ίδια στιγμή που η φορολόγηση των ρύπων καθιστούσε ασύμφορες και τις μονάδες ορυκτού άνθρακα και πετρελαίου (οι οποίες έχουν πολλούς ρύπους και πληρώνουν φόρο που προστίθεται στο κόστος παραγωγής διογκώνοντάς το). Ο στόχος ήταν να ενισχυθούν με υψηλά κέρδη τα έργα της πράσινης μετάβασης. Στις σημερινές συνθήκες που το φυσικό αέριο που στέλνει η Ρωσία έχει μειωθεί κατά 80%, τεράστια ποσά επιδοτήσεων έχουν δοθεί για την δημιουργία νέων υποδομών (αγωγοί, μονάδες υγροποιημένου αερίου, πλοία για την μεταφορά LNG βλέπε Μαρινάκης) περιορίζοντας τις επενδύσεις σε πράσινη τεχνολογία, υπονομεύοντας έτσι τις φιλοδοξίες της ΕΕ. Αλλά και όλα αυτά δεν αρκούν παρά για να εξασφαλιστεί LNG από ΗΠΑ Αλγερία, Κατάρ, 2-3 φορές ακριβότερο από ό,τι στις ΗΠΑ, και πιθανώς σε διπλάσια τιμή από αυτήν που θα πληρώνει η Κίνα, τσακίζοντας την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης και αναγκάζοντας μια σειρά εταιρειών έντασης ενέργειας να μεταφερθούν εκτός ΕΕ.
Τρίτον οι ανακατατάξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες αποτελούν επίσης επιλογή των δυτικών ώστε να περικόψουν τις δυνατότητες εξαγωγών των αναπτυσσόμενων χωρών και της Κίνας και να μειώσουν την εξάρτησή τους από αυτές, και βέβαια εντάθηκαν μετά τον πόλεμο. Ο αποκλεισμός της Huawei εφαρμόστηκε πιλοτικά και τώρα επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της τεχνολογίας. Ο πόλεμος των ημιαγωγών αρκεί για να δείξει την ένταση της σύγκρουσης. Αυτή την στιγμή τεράστια ποσά επενδύονται σε ΗΠΑ και Ευρώπη ώστε να απεξαρτηθούν από την Ταιβάν (που κατασκευάζει το 50% των ημιαγωγών και το 95% των προηγμένων chips) αλλά και αναλαμβάνεται μια μεγάλη προσπάθεια να αποκλειστεί η Κίνα από τους εξελιγμένους ημιαγωγούς και την τεχνολογία κατασκευής τους. Στις μπαταρίες αυτοκινήτων, και στα φωτοβολταικά αντίθετα η Κίνα κυριαρχεί μεν, αλλά ο τεράστιος ανταγωνισμός έχει οδηγήσει σε εκτίναξη των τιμών του λιθίου (απαραίτητο για τις μπαταρίες) και άλλων βασικών μετάλλων. Επακολούθησε η αύξηση των τιμών των ηλεκτρικών αυτοκινήτων αλλά και μια προσπάθεια να φτιαχτούν μπαταρίες και φωτοβολταικά στις δυτικές μητροπόλεις παρά το γεγονός ότι τα κινέζικα είναι πολύ φθηνότερα. Το λεγόμενο friend-shoring (η παγίωση της επιλογής φιλικών εφοδιαστικών αλυσίδων) οδηγεί σε υψηλότερες τιμές και χαμηλότερα κέρδη για τη Δύση, τις οικονομίες και τις επιχειρήσεις της, και είναι σαφές ότι η ζημιά αναλογικά για τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Ωστόσο οι πολιτικές επιλογές και η ασφάλεια των επενδύσεων αποτελούν πλέον προτεραιότητα σε σχέση με το οικονομικό όφελος.
Τέταρτον ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου που συγκρούονται σε σχέση με τις επιδοτήσεις των κρατών στην πράσινη ενέργεια ή στα ορυκτά καύσιμα, επίσης προκαλεί αυξήσεις στις τιμές. Για παράδειγμα οι εταιρίες του σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ αν και έχουν θησαυρίσει από το LNG που πουλάνε στην ΕΕ ωστόσο αρνούνται να αυξήσουν την παραγωγή και να κάνουν επενδύσεις, διατηρώντας έτσι τις ψηλές τιμές και τα κέρδη τους, διατυμπανίζοντας ότι δεν θα υπάρξει διάσωση για την Ευρώπη. Αλλά και οι ανταγωνισμοί κρατών έχουν επιπτώσεις στις τιμές. Για παράδειγμα η Γαλλία αρνείται να χρηματοδοτήσει τον αγωγό Midcat που θα συνδέει την Καταλονία με την Γαλλία και την κεντρική Ευρώπη ακριβώς επειδή δεν θέλει να δει την Ισπανία κόμβο ροής ενέργειας την ίδια στιγμή που η ίδια επενδύει στους «πράσινους» πυρηνικούς αντιδραστήρες.
Όλα αυτά δεν προέκυψαν από συγκυριακές αναταράξεις λόγω πανδημίας ούτε από τον πόλεμο του Πούτιν. Αφορούν την παντελή αδυναμία του καπιταλισμού να διαχειριστεί τις κρίσεις του (χρηματοπιστωτική, πανδημία, κλιματική αλλαγή, ενεργειακή) και την απόλυτη αναρχία που διέπει τις επιλογές του εξαιτίας των εγγενών αντιφάσεων του και του αδυσώπητου ανταγωνισμού που τον χαρακτηρίζει. Αυτή η αδυναμία οδήγησε στην γεωπολιτική κρίση, στον πόλεμο και στην ενεργειακή στενότητα που με την σειρά τους εντείνουν την καπιταλιστική κρίση.
Από την εφαρμογή της πολιτικής των υψηλών επιτοκίων ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά στην ευρωζώνη. Ο εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή μειώθηκε στο 2,9% τον Οκτώβριο (σε ετήσια βάση) από 4,3% τον Σεπτέμβριο, αφού κάποια στιγμή ξεπέρασε και το 10%.
Ωστόσο ο δομικός πληθωρισμός (που δεν προσμετρά της μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών στην ενέργεια και στα τρόφιμα) επιμένει στις αναπτυγμένες οικονομίες της δύσης, σε πείσμα των αλλεπάλληλων αυξήσεων των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών, πράγμα που εκ των πραγμάτων θέτει το ερώτημα για το πόσο αξιόπιστη είναι η αντίληψη ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με μακροοικονομικές παρεμβάσεις που αποσκοπούν στην ύφεση. Η αντίληψη δηλαδή, ότι αυξάνοντας τα επιτόκια, επιβραδύνεται η οικονομική δραστηριότητα, οι επιχειρήσεις να απολύουν εργαζομένους, οι πραγματικοί μισθοί υποχωρούν, η ζήτηση μειώνεται και τελικά, υποχωρούν και οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών. Για παράδειγμα, οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ εκτιμούν ότι για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη ευθύνονται κατά 45% τα εταιρικά κέρδη, κατά 40% το κόστος των εισαγωγών και μόνο κατά 25% το εργατικό κόστος. Αυτό σημαίνει ότι μια πολιτική που θα επικέντρωνε στο να μειώσει την απασχόληση και το εργατικό κόστος δεν θα οδηγούσε παρά σε ασήμαντη υποχώρηση του πληθωρισμού. Δεν έχουμε δηλαδή έναν πληθωρισμό που προέρχεται από την υπερβάλλουσα ζήτηση, αλλά μάλλον από τον τρόπο που αρθρώνεται η προσφορά.
Ενώ λοιπόν τα λεγόμενα «γεράκια» των κεντρικών τραπεζών επιθυμούν λιγότερο «σφιχτή» αγορά εργασίας και αύξηση της ανεργίας, όσοι υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στην «απληστία κερδών», αυτό που περιγράφεται ως greedflation, προτείνουν διάφορες παρεμβάσεις στις τιμές (μείωση ΦΠΑ, επιδοτήσεις, επιβολή ορίων, πρόστιμα) οι οποίες προσκρούουν στην ίδια την καπιταλιστική λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους, αν και κάποιες χώρες όπως η Ισπανία, όπου εφαρμόστηκαν, είχαν συγκριτικά μικρότερη αύξηση του πληθωρισμού. Από την άλλη, οι εκκλήσεις για περισσότερο ανταγωνισμό για να πέσουν οι τιμές αποτελούν απλό ευχολόγιο και κοροϊδία σε συνθήκες μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Στην ουσία έχουμε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού δηλαδή πληθωρισμού χωρίς αύξηση της παραγωγής σε συνθήκες ύφεσης που αποτελεί την χειρότερη μορφή καπιταλιστικής κρίσης.
-
Το παγκόσμιο χρέος διαμορφώθηκε συνολικά στα 307 τρισεκατομμύρια δολάρια (αυξημένο κατά 20% από ότι πριν την πανδημία). Περισσότερο από το 80% της τελευταίας αύξησης του χρέους προήλθε από τον ανεπτυγμένο κόσμο, με τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Βρετανία και τη Γαλλία να βρίσκονται στην κορυφή. Μεταξύ των αναδυόμενων αγορών, οι μεγαλύτερες αυξήσεις προήλθαν από τις μεγαλύτερες οικονομίες, δηλαδή την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία.
Η διόγκωση του χρέους είχε ως αποτέλεσμα ο λόγος του προς το ΑΕΠ να διαμορφωθεί στο 336% που σημαίνει ότι για να αποπληρωθούν τα χρέη θα πρέπει η ανθρωπότητα να δουλεύει 3,36 χρόνια χωρίς να καταναλώνει σε αυτό το διάστημα απολύτως τίποτα. Το μέλλον μας είναι υποθηκευμένο για δεκαετίες.
Το χρέος στην ευρωζώνη κυμαίνεται στο 89% του ΑΕΠ και παραμένει σταθερά πάνω από το 60% που είχε ορίσει ως ανώτατο όριο το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θέλοντας να διασφαλίσει την ευρωστία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος.
Εδώ και τέσσερα χρόνια έχει ανασταλεί η ισχύς του Συμφώνου, αρχικά λόγω πανδημίας και στη συνέχεια λόγω των υψηλών τιμών στην ενέργεια αλλά 11 κράτη-μέλη της ευρωζώνης ξεπερνούν σήμερα το όριο του 60%. (Ελλάδα πρώτη με 171%, ενώ ακολουθεί η Ιταλία με 144%).
Τα υψηλά επιτόκια δυσχεραίνουν περισσότερο την αναχρηματοδότηση του χρέους η οποία, ιδιαίτερα στις πιο ευπαθείς οικονομίες της ευρωζώνης, πρέπει να γίνει με νέο δανεισμό με υψηλότερα πλέον επιτόκια. Ακόμη και η Γερμανία το 2023 θα πρέπει να δαπανήσει μόνο για τοκοχρεολύσια ποσό 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, δεκαπλάσιο από το αντίστοιχο του 2022, όταν δεν ξεπερνούσε τα 4 δις ευρώ. Την ίδια στιγμή η Ιταλία θα αναγκαστεί να πληρώσει πάνω από 100 δις ευρώ για την αναχρηματοδότηση του χρέους της το 2024. Ένα νέο Σύμφωνο Σταθερότητας πρέπει να συναποφασισθεί μέχρι το τέλος του 2023 για τη μείωση χρέους, προτού ξεφύγει η κατάσταση από κάθε έλεγχο και επανεμφανισθεί το «φάντασμα» της χρεοκοπίας (βλέπε Ελλάδα). Αυτό σημαίνει ότι οι υπερχρεωμένες χώρες θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες για επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Η Ιταλία και μια ομάδα χωρών, θεωρεί ότι οι κρατικές δαπάνες για την άμυνα και για την «πράσινη ενέργεια» δεν πρέπει καν να συνυπολογίζονται στα κριτήρια περί δημοσιονομικής πειθαρχίας. Η Γερμανία δηλώνει αντίθετη με αυτή την προσέγγιση αλλά ταυτόχρονα προωθεί επιδοτήσεις στις πράσινες τεχνολογίες και τα Chip επειδή έχει την δυνατότητα να το κάνει . Ωστόσο είναι φανερό ότι ένα αυστηρό Σύμφωνο σταθερότητας θα εμπόδιζε τις επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση. 13 χώρες, που αντιπροσωπεύουν το 50% του ΑΕΠ της ΕΕ, δεν θα μπορούσαν να επενδύσουν αρκετά για να επιτύχουν ακόμη και τους περιορισμένους κλιματικούς στόχους της ίδιας της ΕΕ χωρίς να υπερβούν τα όρια του χρέους ή του ελλείμματος. Αυτές οι χώρες είναι: Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Πολωνία, Βέλγιο, Φινλανδία, Τσεχία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρουμανία και Κροατία. Η πίεση στην Ιταλία εντείνεται, καθώς η ΕΚΤ αναμένεται να τερματίσει σε εύθετο χρόνο τις αγορές ιταλικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, ενώ μέχρι το 2026 ολοκληρώνονται και οι εκταμιεύσεις κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ. (Η αξιολόγηση της Ιταλίας, διατηρήθηκε στο Baa3, τη χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα, αλλά αφαιρέθηκε η απειλή υποβάθμισής της , ως επιβράβευση της Μελόνι για την προσαρμογή στις επιταγές της ΕΕ).
Το παλαιό Σύμφωνο Σταθερότητας προβλέπει αυστηρά και ξεκάθαρα κριτήρια, τα οποία ωστόσο ποτέ δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη. Και αυτό διότι, εάν όντως εφαρμόζονταν, θα έσπρωχναν μία ώρα αρχύτερα στην άβυσσο της χρεοκοπίας τις χώρες εκείνες που ούτως ή άλλως αντιμετωπίζουν δημοσιονομικά προβλήματα
Τα δημόσια χρέη – ρεκόρ, τα υψηλά επιτόκια, το τεράστιο κόστος της κλιματικής αλλαγής και της «πράσινης ανάπτυξης» , η εκτίναξη των δαπανών για την υγεία και τις συντάξεις καθώς ο πληθυσμός γερνάει, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, όπως οι πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, τροφοδοτούν τους φόβους για μια επικείμενη χρηματοπιστωτική κρίση στις μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες.
-
Η παγκόσμια οικονομία σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε εδώ και αρκετά χρόνια στο συνδυασμό του χαμηλού πληθωρισμού με τον φτηνό δανεισμό. Τα κρατικά ομόλογα με τα σχετικά χαμηλά επιτόκια και τα μικρά spread αποτέλεσαν ένα βασικό οικονομικό θεμέλιο χρηματοικονομικών συναλλαγών. Η παγκόσμια οικονομία έχει μπει πια σε μια φάση υψηλού πληθωρισμού και ακριβότερου δανεισμού. Επιπλέον, η παγκόσμια οικονομία είναι αντιμέτωπη με μια προοπτική αύξησης των δημοσίων δαπανών. Ο πόλεμος,οι καταστροφές από την κλιματική αλλαγή, το κόστος της «πράσινης ανάπτυξης», αλλά και η προσπάθεια «κοινωνικής στήριξης» (έστω και με επιδόματα για να αποτραπούν εξεγέρσεις) σημαίνει περισσότερες δαπάνες και αυτές στην πράξη καταλήγουν να σημαίνουν μεγαλύτερο δανεισμό. Η μεγαλύτερη ζήτηση για χρέος, σε εποχή υψηλού πληθωρισμού, ανοδικών επιτοκίων, μεγαλύτερης αβεβαιότητας και εντονότερων περιφερειακών ανισοτήτων διαμορφώνει ένα νέο τοπίο για τις αγορές ομολόγων, τόσο στις αναπτυγμένες οικονομίες, με εμφανή την τάση ανόδου των αποδόσεων (και των επιτοκίων), όσο όμως – και πολύ περισσότερο – σε αναδυόμενες αγορές όπου η πίεση είναι πολύ μεγαλύτερη.
Η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου «φλέρταρε» με το 5% για πρώτη φορά από το 2007. Οι επενδυτές συνεχίζουν να ξεπουλούν παλιά ομόλογα εν μέσω της προοπτικής υψηλότερων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτοκίων των νέων και άλλων επενδυτικών προϊόντων και ενός αυξανόμενου δημοσιονομικού ελλείμματος λόγω των δανειακών αναγκών της κυβέρνηση.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έκλεισε το οικονομικό έτος τον Σεπτέμβριο με δημοσιονομικό έλλειμμα σχεδόν 1,7 τρισ. δολαρίων, προσθέτοντας στο τεράστιο εθνικό χρέος που ανέρχεται σε 33,6 τρισ. δολάρια. Το έλλειμμα αυξήθηκε κατά 23% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καθώς τα έσοδα μειώθηκαν και οι δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση, τη Medicare και το υψηλότατο κόστος των τόκων για το ομοσπονδιακό χρέος αυξήθηκαν. Στις ΗΠΑ, οι πληρωμές τόκων για το εθνικό χρέος προβλέπεται να αυξηθούν από 475 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι σε 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Οι χρηματοδοτήσεις του Προέδρου Μπάιντεν σε «πράσινες τεχνολογίες» θα πρέπει να αποφέρουν τεράστιες αποδόσεις ώστε να αξίζει τον κόπο όλη αυτή η δαπάνη. Επιπλέον ο Τζο Μπάιντεν ζητά από το Κογκρέσο 100 δισ. δολάρια για νέες δαπάνες που αφορούν την εξωτερική βοήθεια και την ασφάλεια, εκ των οποίων τα 60 δισ. δολάρια θα κατευθυνθούν στην Ουκρανία και τα 14 δισ. δολάρια στο Ισραήλ, μαζί με χρηματοδότηση για την ασφάλεια των αμερικανικών συνόρων (αντιμεταναστευτική πολιτική) και την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Ο οίκος αξιολόγησης Fitch στέρησε το τρίτο Α από την αξιολόγηση της αμερικανικής οικονομίας την οποία υποβίβασε σε ΑΑ+. Στην ανακοίνωση του ανέφερε τότε ότι «η υποβάθμιση της αξιολόγησης των Ηνωμένων Πολιτειών αντανακλά την αναμενόμενη δημοσιονομική επιδείνωση τα επόμενα τρία χρόνια, το υψηλό και αυξανόμενο βάρος του χρέους της γενικής κυβέρνησης και τη διάβρωση της διακυβέρνησης» υπονοώντας τις αντιπαραθέσεις με τους Ρεπουμπλικάνους που ελέγχουν την Βουλή των Αντιπροσώπων, οι απαιτήσεις των οποίων για περικοπές δαπανών ώθησαν τις ΗΠΑ στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Όλα αυτά θυμίζουν το ιστορικό ξεπούλημα της αγοράς ομολόγων που υποδέχτηκε τον καταστροφικό «μίνι προϋπολογισμό» της πρώην πρωθυπουργού της Βρετανίας Λιζ Τρασ το 2022 ως παράδειγμα της αντίδρασης των επενδυτών σε μια «ανεύθυνη» δημοσιονομική πολιτική. Η ανακοίνωση από την κυβέρνηση ενός πακέτου φοροαπαλλαγών του κεφαλαίου (νεοφιλελεύθερη πολιτική) και ταυτόχρονα ενός πακέτου στήριξης των νοικοκυριών απέναντι στην εκτίναξη του ενεργειακού κόστους (κενσυανη πολιτική) σήμαινε σίγουρη αύξηση του δανεισμού του κράτους και μάλιστα σε μια εποχή υψηλών επιτοκίων δηλαδή έκδοση ομολόγων με μεγάλες αποδόσεις, πράγμα που ώθησε τους «επενδυτές» σε μαζικές πωλήσεις παλιών κρατικών ομολόγων και συνακόλουθα σε υποχώρηση των τιμών τους, ώστε να αναζητήσουν υψηλότερες αποδόσεις σε άλλες μορφές επενδύσεων και στα νέα ομόλογα. Τα Συνταξιοδοτικά Ταμεία (που κατέχουν μεγάλο όγκο κρατικών ομολόγων ως ασφαλή επένδυση) χρησιμοποιούν τα ομόλογα αυτά σαν εγγύηση για να δανείζονται και να εκπληρώνουν την πληρωμή συντάξεων. Από την στιγμή όμως που τα ομόλογα έχασαν την αξία τους, δεν μπορούσαν να αποτελούν εγγύηση και επομένως τα ταμεία αναγκάστηκαν να ξεπουλούν ομόλογα σε χαμηλές τιμές για να βρουν χρήματα να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες, με αποτέλεσμα την χρεωκοπία τους!! Μόνο η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας να κάνει ξανά αγορές ομολόγων σε ονομαστικές τιμές (είχε σταματήσει μετά την πανδημία) έσωσε την κατάσταση στην αγορά, μόνο που τα ομόλογα πληρώθηκαν με τυπωμένο χρήμα υποσκάπτοντας έτσι το μέλλον.
Τα στεγαστικά δάνεια είναι το πρώτο σημείο όπου τα αυξημένα επιτόκια πραγματικά προκαλούν πόνο στους δανειολήπτες αφού αυξάνεται το κόστος εξυπηρέτησής τους και είναι σίγουρη η εμφάνιση κόκκινων δανείων (δάνεια που δεν αποπληρώνονται) δυναμιτίζοντας έτσι τα θεμέλια των τραπεζών. Το στεγαστικό αποτελεί μεγάλο πρόβλημα στην Ευρώπη αφού η άνοδος των τιμών των υλικών λόγω πληθωρισμού έχει ανεβάσει το κατασκευαστικό κόστος την ίδια στιγμή όμως που η άνοδος των επιτοκίων κάνει τα στεγαστικά δάνεια απρόσιτα. Επομένως ενώ υπάρχει ανάγκη για στέγη δεν καλύπτεται επειδή τα σπίτια πρέπει να πουληθούν σε υψηλές τιμές με πανάκριβα δάνεια πράγμα που ρίχνει την ζήτηση. Το αποτέλεσμα είναι οι κατασκευαστικές να σταματούν τα έργα και οι ανάγκες στέγης να καλύπτονται με πανάκριβα ενοίκια.
Η άνοδος του δολαρίου και των αμερικανικών ομολόγων ανοίγει την πόρτα σε ένα κύμα χρεοκοπιών στον κόσμο. Οι χώρες με υψηλό χρέος που εκφράζεται σε αυτό το νόμισμα δυσκολεύονται να αποφύγουν τη χρεοκοπία (Αιθιοπία, Τυνησία, Πακιστάν, Αργεντινή, Εκουαδόρ, Βολιβία, Αίγυπτος) και πνίγονται…
Η σύνοδος COP28 για το κλίμα γίνεται ενόσω 52 αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο μη εξυπηρέτησης του χρέους τους πράγμα που περιορίζει κάθε δυνατότητα επενδύσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Ακόμα περισσότερο, η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων μοιάζει πολύ με την αύξηση του κόστους δανεισμού που οδήγησε στο κραχ της Μαύρης Δευτέρας του 1987.
Τα κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ θεωρούνται μία από τις ασφαλέστερες επενδύσεις στον πλανήτη, και την τελευταία δεκαετία περίπου οι απολαβές για τη διακράτησή τους ήταν μέτριες, δεδομένων των καταπιεσμένων αποδόσεων. Η απόδοση 5% καθιστά τα ομόλογα πιο ελκυστικά από τα πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία, όπως οι μετοχές (η διαφορά μεταξύ της απόδοσης των κερδών του δείκτη S&P 500 και της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου βρισκόταν κοντά στο μηδέν τον Οκτώβριο 2023, στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και δύο και πλέον δεκαετίες, υποδηλώνοντας ότι οι επενδυτές μετοχών δεν ανταμείβονται για την ανάληψη πρόσθετου κινδύνου). Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί «σημείο καμπής» που θα πυροδοτούσε ένα ευρύτερο ξεπούλημα σε περιουσιακά στοιχεία κινδύνου, όπως οι μετοχές. Ένα χρηματιστηριακό κραχ όπως το 1987.
Υπάρχουν όμως μερικές μεγάλες διαφορές μεταξύ του 1987 και του 2023. Τα συνολικά επίπεδα χρέους ήταν πολύ χαμηλότερα τότε και τα κρατικά χρέη πολύ λιγότερο επαχθή. Στις ΗΠΑ, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ήταν μόλις 48% τότε, σε σύγκριση με 120% τώρα, και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν επίσης άνετα κάτω από 50% σε σύγκριση με 100% τώρα. Τα νοικοκυριά και οι εταιρείες είχαν σημαντικά μικρότερο χρέος, γεγονός που τους έδωσε πολύ μεγαλύτερη ευελιξία για να αντιμετωπίσουν το κραχ.
Πολλοί αστοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι αυτή η κατάσταση μπορεί κάλλιστα να σηματοδοτήσει το σημείο στο οποίο δύο δεκαετίες αυξανόμενων επιπέδων χρέους, χρηματοδοτούμενων από φτηνό χρήμα, κάνουν φανερή την ανάγκη μιας άλλης πολιτικής. «Οι κυβερνήσεις, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά θα πρέπει όλοι να αρχίσουν να ζουν ξανά με τις δυνατότητές τους και η ανάπτυξη θα είναι δυνατή μόνο μέσω μεγαλύτερης καινοτομίας και παραγωγικότητας αντί μέσω εκτύπωσης χρήματος». Ωστόσο οι αγορές είναι τυφλές. Αν συνεχίσουν να κερδίζουν από το τύπωμα χρήματος αναβάλλοντας την κρίση (έστω και αν μακροπρόθεσμα αυτό θα γυρίσει μπούμερανγκ) δύσκολα θα πειστούν να το εγκαταλείψουν. Τα μεσοπρόθεσμα οφέλη είναι που κινούν τους νεοφιλελεύθερους και όχι οι μελλοντικές προοπτικές. Αλλά ακόμα και αν επενδύσουν στην παραγωγικότητα ( η οποία δύσκολα αυξάνεται σε τομείς όπως οι υπηρεσίες πού είναι διογκωμένοι στην Δύση) και πάλι η αυτοματοποίηση ενός ακόμα μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής θα ρίξει το ποσοστό κέρδους αφού θα αυξήσει τα επενδεδυμένα κεφάλαια χωρίς μάλιστα να είναι βέβαιο ότι θα πουληθούν τα παραγόμενα προϊόντα για να πραγματωθεί η υπεραξία και άρα το κέρδος λόγω της όλο και μικρότερης καταναλωτικής βάσης αφού τα μηχανήματα μειώνουν τον αριθμό των εργαζομένων. Η αυτοματοποίηση εκτός από την μείωση των εργατικών χεριών σημαίνει επίσης και αύξηση του σταθερού κεφαλαίου. Με πολύ λιγότερα εργατικά χέρια όμως η υπεραξία παρότι αυξάνεται κατά μονάδα εργασίας, συνολικά μειώνεται. Έτσι ο συγκεκριμένος καπιταλιστής βλέπει το ποσοστό κέρδους του να καταβαραθρώνεται αφού όχι μόνο μειώνεται ο αριθμητής αλλά αυξάνεται και ο παρονομαστής!
Το πράγμα διορθώνει η ταξική αλληλεγγύη των καπιταλιστών μέσω των τιμών. Ο καπιταλιστής που παράγει ας πούμε ηλεκτρισμό με πυρηνική ενέργεια κι έχει ελάχιστους (πολύ ειδικευμένους) εργαζόμενους χρεώνει το ρεύμα πάνω από την αξία του έτσι ώστε ένα μέρος της υπεραξίας που παράγεται πχ στις καφετέριες, όπου το σταθερό κεφάλαιο είναι μικρό και όπου η υπερεργασία παράγει μπόλικη (απόλυτη) υπεραξία, να μεταφέρεται μέσω του λογαριασμού ρεύματος στον «πυρηνικό» καπιταλιστή. Έτσι φτάνει κι αυτός το μέσο ποσοστό κέρδους. Επομένως μαζί με την αυτοματοποίηση το κεφάλαιο αναδιαρθρώνεται προς επιχειρήσεις έντασης εργασίας ώστε τουλάχιστον ένα μέρος το προλεταριάτου που απολύεται λόγω αυτοματοποίησης να διοχετεύεται σε αυτές για να αντιρροπήσει τη χαμένη υπεραξία.
Οι καπιταλιστικές αντιφάσεις δεν επιλύονται στα πλαίσια διαχειριστικών πολιτικών.
-
Τα σημάδια για την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας είναι αντιφατικά παρά το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιες ενδείξεις θετικές. Το ΔΝΤ ανέβασε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη στην παγκόσμια οικονομία το 2023 από 2,7% σε 2,9%, κυρίως γιατί φαίνεται ότι Κίνα και Ινδία θα τα πάνε καλύτερα. Ο ΟΟΣΑ αναφέρει ενδεικτικά πως στις ΗΠΑ η ανάπτυξη δείχνει ανθεκτική φέτος (2023) καθώς το ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί 2,2% έναντι 2,1% πέρυσι, αλλά αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 1,3% το 2024. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ήταν τον Οκτώβριο στο 3,2% από 6,5% στις αρχές του χρόνου. Και βέβαια υπήρξε η εντυπωσιακή ανακοίνωση ότι στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο προστέθηκαν 517.00 θέσεις εργασίας.
Οι καταναλωτικές δαπάνες κράτησαν την οικονομία των ΗΠΑ σε εγρήγορση, τροφοδοτώντας ένα καλοκαίρι με Barbie, Μπιγιονσέ, Οπενχάιμερ και Τέιλορ Σουίφτ ενισχύοντας την «συνολική ανθεκτικότητα» της οικονομίας των ΗΠΑ. Ωστόσο, οι καλές μέρες δεν είναι σίγουρο ότι θα συνεχισθούν. Η ισχυρότερη ανάπτυξη θα μπορούσε να οδηγήσει, με την πάροδο του χρόνου, σε υψηλότερο πληθωρισμό και αυτό θα απαιτούσε κατάλληλη απάντηση για τη νομισματική πολιτική από την FED η οποία δεν αύξησε μεν ακόμα περισσότερο τα επιτόκια αλλά δήλωσε ότι θα διατηρήσει τις υψηλές τιμές τους για αρκετό χρονικό διάστημα. O καθυστερημένος αντίκτυπος των υψηλότερων επιτοκίων, η αποπληρωμή τω φοιτητικών δανείων, τα χρέη των πιστωτικών καρτών και η εξάντληση των αποταμιεύσεων από εποχής πανδημίας, είναι ένας συνδυασμός που θα οδηγήσει σε μείωση της κατανάλωσης.
Ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι τα μηνύματα που προκύπτουν από τη «βουτιά» στο παγκόσμιο εμπόριο, με τη ζήτηση για εξαγωγές αγαθών να αποδυναμώνεται λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού, των αυξήσεων των επιτοκίων και των δαπανών για εγχώριες υπηρεσίες καθώς οι οικονομίες άνοιξαν ξανά μετά τα lockdown, υπογραμμίζοντας τους αυξανόμενους φόβους για την «υγεία» της οικονομίας σε όλο τον πλανήτη. Ο όγκος των συναλλαγών μειώθηκε κατά 3,2% τον Ιούλιο σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα πέρυσι, η μεγαλύτερη πτώση από τους πρώτους μήνες της πανδημίας τον Αύγουστο του 2020. Τα στοιχεία αυτά ήρθαν ως συνέχεια της συρρίκνωσης 2,4% που καταγράφηκε τον Ιούνιο, αποδεικνύοντας ότι ο ρυθμός της παγκόσμιας ανάπτυξης επιβραδύνεται. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η Κίνα, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αγαθών στον κόσμο, κατέγραψε ετήσια «βουτιά» 1,5%, ενώ η Ευρωζώνη και οι ΗΠΑ σημείωσαν πτώση 2,5% και 0,6% αντίστοιχα. Επίσης η παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 0,1% σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, λόγω της απότομης πτώσης της παραγωγής στην Ιαπωνία, την ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, προβλέπεται επιβράδυνση της ανάπτυξης από 3,4% το 2022 στο 0,6% φέτος και ένας λίγο υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης 1,1% το 2024. Αξίζει να σημειωθεί πως η Γερμανία είναι η μόνη από τις μεγάλες αναπτυγμένες χώρες που αναμένεται να καταγράψει ύφεση (-0,2%). Το Eurogroup δηλώνει τώρα ότι ο επεκτατικός δημοσιονομικός προσανατολισμός των τελευταίων τριών ετών, σε συνδυασμό με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ήταν απαραίτητος για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της αύξησης των τιμών της ενέργειας που όπως λέει προκάλεσε η επίθεση της Ρωσίας. Αν δεν υπάρξουν νέοι κραδασμοί στις τιμές της ενέργειας στην ευρωζώνη, θα περιοριστούν τα μέτρα ενεργειακής στήριξης, για να διοχετευτούν οι τις σχετικές εξοικονομήσεις για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και να επιδιωχθεί «μια σταδιακή και ρεαλιστική δημοσιονομική εξυγίανση», που περιλαμβάνει επίσης μεταρρυθμίσεις (ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση στην αγορά εργασίας, συνταξιοδοτικά κλπ).Ταυτόχρονα επιτρέπει την αύξηση των επενδύσεων, τόσο μέσω δημόσιων όσο και ιδιωτικών πηγών του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (το οποίο περιέχει σαφείς μνημονιακούς όρους ενώ ήδη παρουσιάζει προβλήματα απορρόφησης) και άλλων μηχανισμών της ΕΕ, επιδιώκοντας παράλληλα τις κρίσιμες επενδύσεις που απαιτούνται σε τομείς προτεραιοτήτων, όπως η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Η Λαγκάρντ υποστήριξε, ότι η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα απαιτούσε επιπλέον 620 δισ. ευρώ ετήσιων επενδύσεων μέχρι το 2030, ενώ η ψηφιακή μετάβαση χρειαζόταν επιπλέον 125 δισ. ευρώ ετησίως, μαζί με την δημιουργία μιας πραγματικά ενοποιημένης ευρωπαϊκής κεφαλαιαγοράς που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ίδρυση επιπλέον 4.800 νεοφυών επιχειρήσεων που θα συγκεντρώνουν επιπλέον 535 δισ. ευρώ ετησίως για να μην «αναρωτιόμαστε γιατί αυτοί οι μονόκεροι πηγαίνουν στο εξωτερικό και δεν μένουν στη Φρανκφούρτη ή στην Ευρώπη».
Ο αριθμός των θέσεων εργασίας στην ΕΕ μέχρι τα τέλη του 2022 είχε αγγίξει επίπεδα ρεκόρ, αυξημένος κατά 3,7 εκατ. συγκριτικά με τα τέλη του 2019, λίγο πριν την πανδημία και υπάρχουν ήδη δυσκολίες στην εξεύρεση εργαζομένων κυρίως χαμηλής ειδίκευσης. Αυτή όμως η υποχώρηση της μακροχρόνιας ανεργίας και της υποαπασχόλησης, οφείλεται πρωτίστως στην μείωση του πληθυσμού! Θα καταλήξουμε σε «πλήρη απασχόληση» σε λίγα χρόνια, αλλά για δημογραφικούς λόγους και ενώ χτίζονται τείχη ενάντια στους μετανάστες. ταυτόχρονα οι καπιταλιστές προωθούν περισσότερες μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ευρώπη, όπως συμβαίνει στη Γαλλία για να παραταθεί ο εργασιακός βίος. Ένας δεύτερος λόγος της πτώσης της ανεργίας είναι η πτωτική τάση της αύξησης της παραγωγικότητας. Με άλλα λόγια, ο όγκος της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας μειώνεται λιγότερο ταχύτερα από πριν. Αυτό διευκολύνει τη δημιουργία θέσεων εργασίας: εάν ένας εργοδότης θέλει να αυξήσει την παραγωγή, δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στην αυξημένη αποδοτικότητα των εργαζομένων του, αλλά πρέπει να αυξήσει το εργατικό δυναμικό του με προσλήψεις πράγμα που, παρότι αποδεκτό ίσως στις υπηρεσίες, μειώνει εντούτοις την ανταγωνιστικότητα σε αυτοματοποιημένους τομείς της οικονομίας και υποβαθμίζει την χώρα στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας. Το ζήτημα με την επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης της παραγωγικότητας, που επιτείνεται σε όσες οικονομίες μετατοπίζονται προς τις υπηρεσίες, παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό συνολικά για τις προοπτικές της ανάπτυξης.
Ωστόσο πέρα από τις αβεβαιότητες της παραγωγικότητας και των δημοσιονομικών πολιτικών έχουν πλέον εισβάλει στην οικονομική πολιτική οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, που μεταφράζονται και σε πρακτικές εμπορικού πολέμου και διαμόρφωσης στρατοπέδων σε ένα πολυπολικό κόσμο, ενώ «εξωγενή σοκ» όπως η πανδημία, ο πόλεμος η ενεργειακή κρίση, οι κλιματικές αλλαγές , το μεταναστευτικό (αποτελέσματα όλα της ασύδοτης καπιταλιστικής εκμετάλλευσης) αποτελούν πλέον μια κανονική μη κανονικότητα, ένα πολύ επισφαλές περιβάλλον. Για αυτό όλοι μιλάνε για την ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητα των οικονομιών! Επιπλέον, τα πακέτα για την «Πράσινη Μετάβαση» μπορεί να αποτελούν αναπτυξιακό μοχλό, όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο αν μπορούν να αντικαταστήσουν τις «ατμομηχανές» της καπιταλιστικής οικονομίας που εξακολουθούν να είναι οι κλάδοι των ορυκτών καυσίμων. Αλλά ούτε και είναι δεδομένο ότι αυτοί που σχεδιάζουν τις οικονομικές πολιτικές έχουν εργαλεία για να αντιμετωπίσουν την κρίση πέρα από τα παλιά και αποτυχημένα της κενσυανής ή της νεοφιλελεύθερης εργαλειοθήκης.
Επομένως έχει απόλυτα δίκιο ο διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής UniCredit Aντρέα Ορσέλ: «Μετά από χρόνια παγκοσμιοποίησης, θετικής δυναμικής και ενός υποστηρικτικού οικονομικού περιβάλλοντος, αντιμετωπίζουμε ένα αβέβαιο μέλλον. Κοιτάξτε τον πληθωρισμό, ο οποίος θα παραμείνει υψηλός για διαρθρωτικούς λόγους. Κοιτάξτε τα επιτόκια. Κοιτάξτε τη γεωπολιτική. Κοιτάξτε την οικονομία. Κοιτάξτε την αποπαγκοσμιοποίηση, την επαναφορά των αλυσίδων αξίας. Όλα αυτά τα πράγματα συμβαίνουν παράλληλα. Είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι κάτι κακό θα συμβεί, και οι κυβερνήσεις δεν θα έχουν εγχειρίδιο δράσης, επειδή το εγχειρίδιό μας είναι για τις προηγούμενες κρίσεις, όχι για την επόμενη κρίση. Γι’ αυτό λέω στην ομάδα μου: Η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα.»
-
Στην κρίση του 2008 η Κινεζική οικονομία αποτέλεσε την ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης. Πόσο μπορεί να παίξει τον ίδιο ρόλο σήμερα;
Η πολιτική μηδενικής ανοχής στην Covid που εφάρμοσε η κινεζική γραφειοκρατία αποσυντόνισε την οικονομία που ήδη αντιμετώπιζε τον εμπορικό πόλεμο από την Δύση και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ ο οποίος περιλάμβανε μείωση των εξαγωγών, απόσυρση κεφαλαίων, μετεγκατάσταση επιχειρήσεων εκτός Κίνας (πχ. Βιετνάμ), απαγόρευση εξαγωγής υψηλής τεχνολογίας (τεχνητή νοημοσύνη, chips) και αποκλεισμό κινέζικων επενδύσεων. Αυτά οδήγησαν σε μια υποχώρηση της κινέζικης οικονομίας με αρκετούς δυτικούς οικονομολόγους να θεωρούν ότι έφτασε το «τέλος της κινεζικής κυριαρχίας» (συχνά δίχως να έχουν αποδεχθεί ποτέ την απαρχή της), ενώ αναλύσεις επί αναλύσεων εξηγούν διεξοδικά τον κίνδυνο «ιαπωνοποίησης» (φαύλος κύκλος στασιμότητας) της κινεζικής οικονομίας.
Εάν όντως η Κίνα αντιμετωπίζει ένα σχετικά σοβαρό πρόβλημα, που όμως είναι μάλλον παρόμοιο με αυτά που αντιμετωπίζουν και δυτικές οικονομίες, είναι αυτό που σχετίζεται με τη στεγαστική πολιτική η οποία αναπτύχθηκε με καπιταλιστικούς όρους και, όπως ήταν αναμενόμενο, διαμόρφωσε μια «φούσκα ακινήτων». Πολύ μεγάλα οικιστικά σχέδια, που στηρίχτηκαν σε υπέρμετρο δανεισμό, που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί καθώς δεν υπάρχουν ανάλογες πωλήσεις, οδηγώντας στην κατάρρευση εταιρειών, αλλά και αφήνοντας ιδίως τις τοπικές αρχές φορτωμένες με αρκετό χρέος.
Η απάντηση της κεντρικής κυβέρνησης ήταν να διαμορφώσει ένα πιο αυστηρό πλαίσιο ελέγχου των εταιριών και των τοπικών αρχών. Την προσπάθεια της ηγεσίας Σι Τζινπίνγκ να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού σε μια κατεύθυνση μεγαλύτερου ελέγχου την είχαμε δει άλλωστε και σε σχέση με την πίεση που ασκήθηκε σε εταιρείες του τεχνολογικού κλάδου, για να μην κινούνται αυτόνομα σε σχέση με τον όποιο κεντρικό σχεδιασμό ή να μην υπερεκτιμούν την πραγματική ισχύ τους, κάτι που διαπίστωσε, μάλλον οδυνηρά, ο Τζακ Μα της Alibaba. Αυτή η πολιτική έχει δυσαρεστήσει τους δυτικούς επενδυτές γιατί επηρεάζει τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς και άρα τα κέρδη τους.
Επιπλέον η εμφάνιση αποπληθωρισμού θεωρήθηκε σημάδι υφεσιακής κατάστασης. Όμως οι τάσεις αποπληθωρισμού, την ώρα που προβλέπεται ότι οι αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς θα είναι γύρω στο 3,8% κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση από τις αναπτυγμένες οικονομίες όπου ο πληθωρισμός έχει οδηγήσει σε μείωση των πραγματικών μισθών, παρά τις ονομαστικές αυξήσεις, και σε μια σημαντική κρίση κόστους ζωής.
Από την άλλη, όντως η Κίνα έχει επηρεαστεί ως ένα βαθμό αρνητικά από την υποχώρηση των εξαγωγών της λόγω της υποχώρησης του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά η κινεζική οικονομία έχει αρκετό εσωτερικό βάθος ώστε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην εγχώρια επένδυση, παραγωγή και κατανάλωση.
Οι εξαγωγές από την Κίνα υποχώρησαν κατά 14,5% τον Ιούλιο σε ετήσια βάση, όμως αυτό αποτυπώνει λιγότερο τις αδυναμίες της κινεζικής οικονομίας και πολύ περισσότερο τις τάσεις στασιμότητας που εμφανίζονται στις αναπτυγμένες «δυτικές» οικονομίες. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι η Κίνα στην πραγματικότητα αύξησε το μερίδιό της στις παγκόσμιες εξαγωγές αυτή την περίοδο. Σήμερα, η Κίνα πραγματοποιεί το 14,4% των παγκόσμιων εξαγωγών αγαθών, ενώ το 2019 είχε 13% και το 2012 είχε 11%. Η αύξηση αυτή αποτυπώνει και τη στροφή της Κίνας και προς άλλες αγορές, συμπεριλαμβανομένης της Μέσης Ανατολής και της Λατινικής Αμερικής, τάση που αναμένεται να ενισχυθεί όσο οι ΗΠΑ προσπαθούν να περιορίσουν τις εισαγωγές αγαθών από την Κίνα. Στο πρώτο τρίμηνο του 2023 η Κίνα ξεπέρασε την Ιαπωνία και έγινε η χώρα που εξάγει τα περισσότερα αυτοκίνητα στον κόσμο.
Επίσης το ζήτημα με την αυξημένη ανεργία των νέων είναι πραγματικό. Η ανεργία στις ηλικίες 16-24 έφτασε το 21,3%. Ως ένα βαθμό οφείλεται στο ότι η χώρα αυτή τη στιγμή παράγει έναν μεγάλο αριθμό υψηλά καταρτισμένων πτυχιούχων, χωρίς να παράγει όμως και αντίστοιχο αριθμό θέσεων εργασίας υψηλών προσόντων και υψηλών αμοιβών. Αρκετοί πτυχιούχοι επιλέγουν σε αυτό το πλαίσιο να περιμένουν να υπάρξει το άνοιγμα μιας καλής θέσης αντί να προτιμήσουν μια θέση χαμηλότερων απαιτήσεων.
Παρά αυτά τα προβλήματα κι ενώ ουδείς αναλυτής σε Δύση και Ανατολή περίμενε ότι το Πεκίνο θα πετύχαινε τον προϋπολογισθέντα στόχο, σημειώθηκε ανάπτυξη 5% εφέτος. Τα νέα για την ανάπτυξη συνοδεύθηκαν από εξίσου καλά νέα για τη βιομηχανική παραγωγή, που αυξήθηκε κατά 4,5% σε ετήσια βάση, για τις λιανικές πωλήσεις που αυξήθηκαν κατά 5,5% και για την ανεργία που υποχώρησε στο 5% το Σεπτέμβριο από 5,2% που ήταν τον Αύγουστο.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο κινεζικός Δράκος μάλλον θα (ξανά)βρει τα πατήματά του αν δεν υπάρξουν γενικότερες κρίσεις στην παγκόσμια οικονομία. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας ανακοίνωσε νέα ένεση ρευστότητας 789 δισ. γουάν (108 δισ. δολ.) στη διατραπεζική αγορά για να στηρίξει και το τραπεζικό σύστημα της χώρας και το νόμισμα, που υφίσταται πιέσεις όσο η αμερικανική Fed συνεχίζει την πολιτική αύξησης των επιτοκίων του δολαρίου. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ένεση ρευστότητας που ενορχηστρώνει η Κεντρική Τράπεζα της χώρας την τελευταία τριετία, από την εποχή δηλαδή που ξέσπασε η υγειονομική κρίση η οποία θεωρείται εξάλλου η βασική αιτία της γενικότερης οικονομικής αποσταθεροποίησης της χώρας.
Η Κίνα βέβαια αντιμετωπίζει δυο εγγενή προβλήματα που απειλούν την ομαλή πορεία της. Το πρώτο είναι η αντίφαση ανάμεσα στον τομέα της καπιταλιστικής αγοράς και στον κεντρικό έλεγχο από ένα κόμμα που δυστυχώς ακόμα λέγεται κομμουνιστικό. Για πόσο καιρό οι καπιταλιστές θα δέχονται την σχετική ή πλήρη υποταγή τους σε ένα γραφειοκρατικό «σχεδιασμό» και γιατί οι γραφειοκράτες να μην γίνουν καπιταλιστές; Το δεύτερο είναι η έλλειψη ενός πολιτικοοικονομικού μοντέλου το οποίο να μπορεί να προταθεί προς τα έξω ώστε ο κινέζικος καπιταλισμός να αποκτήσει το πολιτικό βάρος που του λείπει για να αποτελέσει ηγέτιδα δύναμη ενός ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Ωστόσο η εποχή των διψήφιων ρυθμών ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας είχε τερματιστεί από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μαζί με την Ινδία και μια σειρά ανερχόμενες οικονομίες δεν θα ενισχύσουν την παγκόσμια οικονομία αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μπορέσουν να αμβλύνουν την κρίση του καπιταλισμού κυρίως λόγω των γεωπολιτικών παραμέτρων που θα εμποδίσουν την ανάπτυξή τους αν δεν οδηγήσουν και σε μεγαλύτερες ανισορροπίες μέσω περιφερειακών συγκρούσεων.
-
Ενα συμπέρασμα από όλα τα παραπάνω είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει κανένα μέσο να αποφεύγει τις κρίσεις του που οφείλονται στην πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους και σε ότι αφορά το σήμερα δεν φαίνεται να έχει και τα κατάλληλα εργαλεία για να τις ξεπερνάει όταν εκδηλωθούν. Οι κρίσεις (2008, Πανδημία) εκκαθαρίζοντας τα λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια και καταστρέφοντας τμήμα του επενδεδυμένου κεφαλαίου (μειώνοντας δηλαδή τον παρονομαστή στο ποσοστό του κέρδους) δημιουργούν την επαύριόν τους νέες ευκαιρίες κερδοφορίας. Ωστόσο, καθώς οι περιφερειακοί πόλεμοι δεν εξασφαλίζουν ανάλογη εκκαθάριση πλεονάζουσας εργασίας, φαίνεται ότι αυτές κρατάνε όλο και λιγότερο και απαιτούν όλο και συχνότερες κρίσεις. Η καπιταλιστική οικονομία έχει μπει σε μια κανιβαλική φάση και για να χτίζει πρέπει πρώτα να γκρεμίζει . Κάθε υπόσχεση για ανάκαμψη είναι κίβδηλη και για να μπει σε μια πιο μακροχρόνια φάση άνθισης, σε ένα μακρύ ανοδικό κύμα, θα απαιτούνταν μια μεγάλων ιστορικών διαστάσεων διαδικασία καταστροφής που στην ιστορία δεν ήταν παρά οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι. Η ολοένα και μεγαλύτερη πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης αποδεικνύεται και από την αύξηση των εξοπλισμών αλλά και από τα τεράστια ποσά που επενδύονται στην βιομηχανία όπλων. Ευρώπη και ΗΠΑ προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες σε όπλα και πυρομαχικά που καταναλώθηκαν στην Ουκρανία δημιουργώντας νέες παραγωγικές δομές. Σε φάσεις κρίσης οι επενδύσεις στην πολεμική βιομηχανία αποτέλεσαν πάντα μια διέξοδο για την κερδοφορία του κεφαλαίου ωστόσο τέτοιες επενδύσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν μακροπρόθεσμα μια ατμομηχανή για επέκταση της ανάπτυξης του καπιταλισμού.