Αφροδίτη Μπράζα
Πέτρος Νομικός
Φανή Οικονομίδου
Το επιτελικό κράτος της ΝΔ επιτέθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα με ιδιαίτερη σφοδρότητα και αποφασιστικότητα στην εκπαίδευση, προκειμένου να εφαρμόσει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική του ακολουθώντας και τα προτάγματα του ΟΟΣΑ, της ΕΕ και του ΣΕΒ. Επιπλέον, βρήκε γερό πάτημα τόσο στον νόμο Διαμαντοπούλου επί ΠΑΣΟΚ για την αξιολόγηση όσο και στους νόμους Γαβρόγλου επί ΣΥΡΙΖΑ για το προσοντολόγιο, τις νέες δομές στην εκπαίδευση και την αποτίμηση-αξιολόγηση.
Με τον ν. 4823/ 2021 βασικός στόχος είναι η ιδιωτικοποίηση-εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης μέσα από την αυτονομία των σχολικών μονάδων -τη λειτουργία τους δηλαδή ως αυτόνομες επιχειρήσεις- την αξιολόγηση και κατηγοριοποίησή τους, την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών με στόχο την κατάργηση της μονιμότητας και της δικαιολόγησης απολύσεων, αλλά και της δημιουργίας φοβισμένων και πειθήνιων εργαζομένων ώστε να ακολουθούν πιστά τις αστικές πολιτικές και τέλος την αξιολόγηση των μαθητών μέσα από ένα όργιο εξετάσεων (ήδη από την ΣΤ’ Δημοτικού, PISA, Εθνικού Απολυτηρίου). Ένα τέτοιο σχολείο θα λειτουργεί με έναν διευθυντή-μάνατζερ, ο οποίος θα μπορεί να παίρνει μόνος του αποφάσεις καταργώντας στην ουσία τον Σύλλογο Διδασκόντων, που σαν όργανο επέτρεπε μια πιο δημοκρατική λειτουργία του σχολείου. Επιπλέον, όλο και περισσότεροι εκπαιδευτικοί, ειδικό και βοηθητικό προσωπικό εργάζονται ως αναπληρωτές δηλαδή με ελαστικές σχέσεις εργασίας διαφόρων ειδών και με μειωμένα εργασιακά δικαιώματα σε σχέση με τους μόνιμους συναδέλφους τους έχοντας ήδη φτάσει το 1/3 του συνολικού προσωπικού. Οι διορισμοί που έγιναν τα τελευταία χρόνια και για τους οποίους καμαρώνει η κυβέρνηση είναι σταγόνα στον ωκεανό, καθώς την ίδια ώρα που ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού έβγαινε στη σύνταξη, οι διορισμοί για 12 χρόνια ήταν σχεδόν μηδενικοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι σχεδόν 30.000 προσλήψεις αναπληρωτών κάθε χρόνο δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες. Το επόμενο βήμα θα είναι η πρόσληψη του προσωπικού κατευθείαν από τον διευθυντή-μάνατζερ, αλλά και η ελεύθερη επιλογή σχολείου, στην πραγματικότητα η επιλογή των μαθητών από το εκάστοτε σχολείο προκειμένου να έχει μια καλή αξιολόγηση κι επομένως χρηματοδότηση είτε από τον κρατικό προϋπολογισμό είτε από τους γονείς, είτε από χορηγούς προγραμμάτων και καινοτόμων δράσεων.
Τα αναλυτικά προγράμματα κατακερματίζονται και αντί για τη γνώση, τη μόρφωση δίνεται προτεραιότητα στις δεξιότητες που πρέπει να έχουν οι νέοι εργαζόμενοι σήμερα μαζί και οι λεγόμενες “ήπιες δεξιότητες”, δηλαδή η επιχειρηματικότητα, ο εθελοντισμός, η προσαρμοστικότητα και ανθεκτικότητα, η ρομποτική και η παραγωγικότητα. Διαμορφώνεται έτσι ένας χώρος ανταγωνισμού όπου διαταράσσονται οι σχέσεις συνεργασίας και συναδελφικότητας αλλά και οι σχέσεις εκπαιδευτικού-μαθητή-γονιού. Καθένας σιγά σιγά λειτουργεί σαν άτομο και στρέφεται στον ατομισμό.
Οι μισθοί των εκπαιδευτικών έχουν μειωθεί από την περίοδο της πανδημίας έως 40% των ετήσιων αποδοχών τους, ενώ λόγω της ακρίβειας, του πληθωρισμού και της φορολογίας έχει μειωθεί περίπου 25% ακόμη. Νεοδιόριστοι και αναπληρωτές καλούνται να ζήσουν με 730 ευρώ.
Ταυτόχρονα, η χρηματοδότηση των σχολείων έχει μειωθεί και πολλά σχολεία και ιδιαίτερα νηπιαγωγεία στεγάζονται σε ανεπαρκή, άθλια ακόμη και επικίνδυνα κτίρια, όπως αποδυκνύεται δυστυχώς και από ατυχήματα ή δυστυχήματα κάποια από τα οποία έγιναν ευρέως γνωστά. Σύμφωνα με τελευταίο νόμο καταργούνται από το 2024 οι Σχολικές Επιτροπές. Έτσι, αναμένεται η διαχείρηση των χρημάτων να γίνεται από τον ίδιο τον Δήμο. Στην ουσία το αστικό κράτος μετακυλά την ευθύνη του για τη χρηματοδότηση και λειτουργία της εκπαίδευσης σε εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς.
Για να μη μείνουν όμως, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές τους στα χαρτιά είναι ανάγκη να χτυπήσουν το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα. Ο ν. 4808/2021 του Χατζηδάκη και ο ν. Γεωργιάδη που ακολούθησε είχαν ακριβώς αυτόν τον στόχο. Να χτυπήσουν το δικαίωμα της απεργίας, να φακελώσουν τα μέλη των σωματείων με το ΓΕΜΗΣΟΕ, να υπονομεύσουν τη συλλογικότητα και τη δημοκρατική λειτουργία των σωματείων τους απαιτώντας την ηλεκτρονική ψηφοφορία, την επιβολή φυλάκισης και χρηματικών ποινών για την περιφρούρηση μιας απεργίας -κάτι που είχε να γίνει από το 1976 με τον ν. 330- και μέχρι τις τελευταίες διώξεις συνδικαλιστών αγωνιστών εκπαιδευτικών της άκρας αριστεράς.
Η πρώτη προσπάθεια της κυβέρνησης της ΝΔ τον Οκτώβρη του 2021 να εφαρμόσει την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας βρήκε απέναντί της σθεναρή αντίσταση με χιλιάδες εκπαιδευτικούς -μετά από πολύ καιρό- στον δρόμο ύστερα από απόφαση ΔΟΕ – ΟΛΜΕ -ΠΟΣΕΕΠΕΑ για μονοήμερη απεργία και Απεργία-Αποχή από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας. Το ΥΠΑΙΘ κατέφυγε αμέσως στα δικαστήρια κι ο νόμος Χατζηδάκη βοήθησε να βγει η Απεργία- Αποχή παράνομη. Το ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία (ΔΑΚΕ, ΠΕΚ, ΔΙΚΤΥΟ) σύρθηκαν από την πίεση της πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών φάνηκε αμέσως. Οι ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών όπως και η ΑΔΕΔΥ δεν επαναπροκήρυξαν την Απεργία-Αποχή, ενώ μπορούσαν. Αντίθετα, έβγαλαν κείμενα για να μπουν στις πλατφόρμες της αξιολόγησης. Στην ΟΛΜΕ μάλιστα με ένα απίστευτο πραξικόπημα που χρεώθηκε κυρίως στα ΣΥΝΕΚ, δεν πήραν ούτε αυτή την απόφαση, με αποτέλεσμα οι συνάδελφοι της Βθμιας να μείνουν εντελώς απροστάτευτοι. Οι εκπαιδευτικοί το θεώρησαν προδοσία, θύμωσαν κι απογοητεύτηκαν και το κίνημα διχάστηκε το ίδιο και οι Παρεμβάσεις της Αθμιας. Το κομμάτι γύρω από το ΝΑΡ και εμείς, η ΑΠΕ, υποστηρίξαμε την επαναπροκήρυξη της Απεργία-Αποχής από τα τοπικά σωματεία, πράγμα που έγινε όπου ήταν δυνατό, αν και παρέμεινε μειοψηφικό. Το άλλο κομμάτι -που έγραψε και τα κείμενα- συντάχτηκε με την πλειοψηφία της ΔΟΕ. Οι Παρεμβάσεις χρεώθηκαν σχεδόν συλλήβδην αυτή τη στάση, ενώ στο εσωτερικό των Παρεμβάσεων της Αθμιας ξέσπασε έντονη αντιπαράθεση και για έναν χρόνο περίπου δεν γίνονταν πανελλαδικές ή γενικά κοινές συναντήσεις. Αργότερα η συνεργασία επανήλθε χωρίς να αλλάξουν οι απόψεις. Όταν όμως, το 2023 το υπουργείο επανήλθε προχωρώντας στην ατομική αξιολόγηση των νεοδιόριστων ψηφίστηκε Απεργία-Αποχή από ΔΟΕ (ομόφωνα), ΟΛΜΕ και ΠΟΣΕΕΠΕΑ με πλειοψηφική συμμετοχή.
Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια και με αφορμή την πανδημία, έγινε προσπάθεια από την κυβέρνηση να επιβληθεί η τηλεκπαίδευση, σαν λύση δια πάσαν νόσον… Είτε αυτό ήταν η κακοκαιρία, είτε επρόκειτο για τις καταλήψεις των μαθητών. Οι Ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών επέτρεψαν με τη στάση της πλειοψηφίας τους την εξέλιξη αυτή. Μόνο η άρνηση των εκπαιδευτικών και η αντίσταση μέσα από κάποια εκπαιδευτικά σωματεία, έφεραν κάποια αποτελέσματα.
Τέλος, στις εκλογές για τα υπηρεσιακά συμβούλια, που το υπουργείο όρισε να γίνουν μόνο ηλεκτρονικά, η πλειοψηφία των συνδικαλιστικών δυνάμεων τάχθηκαν υπέρ. Οι ΑΠΚΣ ήταν η μοναδική παράταξη που διακήρυξε στα σοβαρά το σύνθημα της αποχής από τις ηλεκτρονικές εκλογές των υπηρεσιακών συμβουλίων και σε αυτό σύρθηκε και το ΠΑΜΕ κερδίζοντας με αυτό το σύνθημα την πλειοψηφία των εκπαιδευτικών. Για την ΑΠΕ ήταν μια ευκαιρία να πάει τη συζήτηση ένα βήμα πιο πέρα μιλώντας για αποχή των ΑΠΚΣ έτσι κι αλλιώς από τις εκλογές αυτές, αφού η παρουσία των αιρετών σε αυτά δεν αλλάζει τον ρόλο τους ως ένα όργανο επιβολής της υπαλληλικής πειθαρχίας, εκτός από να τους παρέχει νομιμοποίηση. Ωστόσο, σε αυτή τη θέση είμαστε μόνοι.
Στα ιδιωτικά σχολεία
Με το νόμο 4713/2020, η κυβέρνηση εκπλήρωσε τις υποσχέσεις της προς τους σχολάρχες για αναιτιολόγητες απολύσεις, για ουσιαστική απόσυρση της εποπτείας της πολιτείας από τα ιδιωτικά σχολεία και μετατροπή τους σε «σούπερ μάρκετ παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών».
Πιο συγκεκριμένα ο νόμος προέβλεπε:
· Ευελιξία στη διαμόρφωση διευρυμένου ωρολογίου προγράμματος και στην προσθήκη εκπαιδευτικών και άλλων δραστηριοτήτων στις δράσεις εκτός ωρών και ημερών λειτουργίας των σχολείων. Αυτό φυσικά συνεπάγεται και ελαστικά ωράρια, απλήρωτες πρόσθετες ώρες, απολύσεις κατά το δοκούν.
· Δίνεται η δυνατότητα στα ιδιωτικά σχολεία να λειτουργήσουν κάθε είδους παράπλευρη εκπαιδευτική δραστηριότητα π.χ. φροντιστήρια Μ.Ε., φροντιστήρια Ξένων Γλωσσών, ίσως ακόμη και δραστηριότητες που σχετίζονται με χορό, μουσική, ζωγραφική κ.λπ. Εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά στην περίπτωση που ο ίδιος καθηγητής θα εργάζεται τόσο στην «κανονική» δομή του σχολείου όσο και στη φροντιστηριακή. Εργασιακά θα γίνεται ένα πλήθος παρανομιών εις βάρος του εκπαιδευτικού, βεβαίως.
· Ο εργοδότης μπορεί να υποχρεώνει τον εκπαιδευτικό σε μείωση του ωραρίου του. Παρότι αυτό πρέπει να γίνει με τη σύμφωνη γνώμη του εκπαιδευτικού, είναι σαφές πως αυτή δίνεται κυρίως υπό την απειλή της απόλυσής του. Υπάρχουν άλλωστε τα φαινόμενα αναγκαστικής μείωσης του ωραρίου των παλιότερων εκπαιδευτικών και μεταφοράς στους νεότερους που κοστίζουν λιγότερο.
· Εισάγονται οι ελεύθερες απολύσεις στα σχολεία, πάγιο αίτημα και διακαής πόθος των ιδιοκτητών. Από εδώ και στο εξής οι εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών υπάγονται στο Υπουργείο Εργασίας ενώ σύμφωνα με την υπουργό, υπεύθυνος μηχανισμός θα είναι η Επιθεώρηση Εργασίας, Ο ιδιωτικός εκπαιδευτικός γίνεται ακόμη πιο ευάλωτος απέναντι σε κάθε επιθυμία του ιδιοκτήτη.
· Το Σχέδιο Νόμου ορίζει επίσης και την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού έργου και εκπαιδευτικών (κατ’ αναλογία κριτηρίων δημόσιου σχολείου). Η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού επιδιώκεται εδώ και χρόνια από τις εκάστοτε κυβερνήσεις κι έχει μείνει στα χαρτιά λόγω των αγώνων των συναδέλφων εκπαιδευτικών του δημόσιου σχολείου. Η αξιολόγηση δεν είναι ούτε ουδέτερη ούτε αθώα. Δημιουργεί ένα ασφυκτικό εργασιακό πλαίσιο που μετατρέπει το σχολείο μία ζούγκλα.
· Τέλος, ο νόμος κατήργησε τη διετία και θέσπισε από την αρχή του διοριστηρίου συμβάσεις αορίστου χρόνου. Αυτό που η ηγεσία του υπουργείου προέβαλε σαν θετική εξέλιξη, αποτελεί τεράστια παγίδα σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των απολύσεων.
Η εφαρμογή του νόμου Κεραμέως είχε ως άμεση συνέπεια την απόλυση από τα ιδιωτικά σχολεία πολλών δεκάδων εκπαιδευτικών με πολυετή προϋπηρεσία, ακόμα και μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Οδήγησε στην «εθελοντική» παραίτηση πολλών συναδέλφων, κάτι που καταδεικνύει τις αφόρητες συνθήκες εργασίας που βιώνουν πολλοί από εμάς. Ο νόμος ενέτεινε το κλίμα φόβου και ανασφάλειας στα σχολεία, με τους εργαζόμενους εκπαιδευτικούς απροστάτευτους απέναντι στις εργοδοτικές αυθαιρεσίες. Πλέον νομιμοποιείται η παροχή υπηρεσιών ή η υπερωριακή απασχόληση χωρίς αμοιβή.
Ταυτόχρονα εξακολουθεί να μην καταβάλλεται στους εκπαιδευτικούς των ιδιωτικών σχολείων ο 13ος και 14ος μισθός, αν και τα ιδιωτικά σχολεία είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, παρά τις δυσκολίες, αντιστάθηκαν σθεναρά στην επίθεση κυβέρνησης και εργοδοτών. Οι πρώτες απεργίες μέσα στην καραντίνα ξέσπασαν σε ιδιωτικά σχολεία, με αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα των συναδέλφων της Ιονίου Σχολής, που με σχεδόν ομόφωνη απόφαση (95%) αρνήθηκαν να τηλεργαστούν στις αρχές της καραντίνας ώσπου να τους καταβληθούν τα χρωστούμενα δεδουλευμένα.
Η εμπειρία της τελευταίας τετραετίας έδειξε κινητικότητα στον κλάδο των ιδιωτικών σχολείων, κάτι που επιβεβαιώθηκε τόσο από τη σημαντική αύξηση της συμμετοχής στις εκλογές των πρωτοβάθμιων σωματείων της ιδιωτικής εκπαίδευσης, αλλά και από τη συμμετοχή στις απεργίες ενάντια στην ακρίβεια (Νοέμβριος 2022) και με αφορμή το έγκλημα στα Τέμπη (Μάρτιος 2023).
Η ηγεσία της ΟΙΕΛΕ, βρέθηκε αρκετές φορές κάτω από τις απαιτήσεις. Δεν μπόρεσε να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους συναδέλφους όταν ήταν απαραίτητο, ο χειρότερος νόμος για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς πέρασε χωρίς απεργιακή κινητοποίηση, παρά τις προτάσεις που κατατέθηκαν από τις παρατάξεις του ΠΑΜΕ και του Ενωτικού Αγωνιστικού Ψηφοδελτίου, στο οποίο εντάσσονται οι σ.σ. των Παρεμβάσεων.
Στην προσπάθεια να κατακτηθούν όσα αξίζουμε και δικαιούμαστε ως εργαζόμενοι, χρειαζόμαστε ισχυρά συνδικάτα που να στηρίζονται στα μέλη τους. Εκτός όμως από την ενδυνάμωση των συλλογικών διαδικασιών του σωματείου, των παραρτημάτων του στα σχολεία και της ίδιας της Ομοσπονδίας, σημαντικός στόχος είναι και η συνεργασία με τις άλλες εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και τα εργατικά κέντρα.
Η συνείδηση των εκπαιδευτικών και η Αντικαπιταλιστική Πρωτοβουλία Εκπαιδευτικών
Η συνείδηση των εκπαιδευτικών σε μεγάλο βαθμό δεν έχει κερδηθεί από την προπαγάνδα της κυβέρνησης και οι εκπαιδευτικοί συνεχίζουν να ψάχνουν προς τα αριστερά προκειμένου να προβάλλουν αντιστάσεις. Ωστόσο, το εκπαιδευτικό κίνημα επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες. Από τη γενικότερη απογοήτευση και έλλειψη πολιτικής προοπτικής διεξόδου. Από πιέσεις που δέχονται από διευθυντές και συμβούλους. Από την κατώτερη των περιστάσεων έως και προδοτική προς τα συμφέροντα της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών στάση της πλειοψηφίας των παρατάξεων που ηγούνται ομοσπονδιών και σωματείων. Από την εισροή εργαζομένων νεώτερης ηλικίας χωρίς εμπειρία αγώνων ή συμμετοχής σε κάποια συλλογικότητα ή ακόμη και με εχθρική στάση απέναντι στα σωματεία μερικές φορές. Από την άλλη η έλλειψη πρόθεσης της αυτοοργάνωσης των εκπαιδευτικών αγώνων ακόμη και από τις ΑΠΚΣ δεν βοηθά στη συγκέντρωση, ισχυροποίηση και δραστηριοποίηση των πρωτοπόρων δυνάμεων στην εκπαίδευση. Η συμμετοχή των επαναστατών μαρξιστών θα πρέπει να βοηθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις στην αλλαγή αυτού του σκηνικού για μια ελπιδοφόρα και νικηφόρα έκβαση των αγώνων που έχουμε μπροστά μας.
Η ΑΠΕ από τη σύστασή της στη βάση της Αυτοοργάνωσης, της Εργατικής Δημοκρατίας στα συνδικάτα και της Επαναστατικής Κριτικής του Αστικού Σχολείου αποτέλεσε σημαντικό όργανο παραγωγής πολιτικής της οργάνωσης για τις δύο πρώτες βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης και των ΑΠΣΚ. Όμως, ακριβώς αυτή μας η εστίαση στις ΑΠΣΚ αδρανοποίησε σ&σ από την ανώτατη και την ιδιωτική εκπαίδευση, η συμμετοχή των οποίων παραμένει ζητούμενο που έχει να επιλύσει ο τρόπος λειτουργίας και η θεματολογία της ΑΠΕ. Η δράση της ΑΠΕ και η αντοχή των πολιτικών της θέσεων στη βάσανο της πράξης, έφεραν ορισμένες μετατοπίσεις στις ΑΠΣΚ σε ό,τι αφορά την εσωτερική δημοκρατία και τη στάση έναντι του ΠΑΜΕ όχι όμως και σε ό,τι αφορά την κατανόηση του γραφειοκρατικού φαινομένου ή των λεγόμενων Συντονισμών Πρωτοβάθμιων.
Η ΑΠΕ, συσπείρωσε ανθρώπους που κινούνται στις παρυφές της οργάνωσής μας κι έχει στο ενεργητικό της μια επιτυχή, διεθνή συνάντηση και μια σχετικά τακτική λειτουργία και ανταπόκριση στα «Πανελλαδικά» των ΑΠΣΚ. Ωστόσο, η κινηματική άμπωτη και, κυρίως η σχετική κόπωση, έχει μειώσει το ρυθμό παραγωγής πολιτικής: η ΑΠΕ έχει ένα χρόνο να εκδώσει κάποιο κείμενο, και άλλο τόσο να ανανεώσει το περιεχόμενο του blog της από το οποίο λείπουν παντελώς οι ατομικές συμβολές.
Συνολικά, η ΑΠΕ αποτελεί σημαντικό κεκτημένο της οργάνωσης και εργαλείο παρέμβασης στην ταξική πάλη, σε ένα από τα πεδία αιχμής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.